στρόφαλος: Difference between revisions

From LSJ

Sunt verba voces quibus hunc lenire dolorem possis, magnam morbi deponere partem → Words will avail the wretched mind to ease and much abate the dismal black disease.

Horace, Epistles 1.34
(6_14)
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=strofalos
|Transliteration C=strofalos
|Beta Code=stro/falos
|Beta Code=stro/falos
|Definition=ὁ,= <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> ῥόμβος A. 1 or 2a, used in magic, Marin.<span class="title">Procl.</span>28.</span>
|Definition=ὁ, = [[ῥόμβος]] A. 1 or 2a, used in magic, Marin.''Procl.''28.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''στρόφᾰλος''': ὁ, [[στρόβιλος]], [[πρᾶγμα]] περιστρεφόμενον, στρ. Ἑκατικός, [[στρόβιλος]] ἢ τροχὸς ἐν χρήσει κατὰ τὰς γοητείας ἢ μαγείας, Σχόλ. εἰς Συνέσ. 361D. ΙΙ. κεκαμμένη λαβὴ ἢ «χεροῦλι» καταπέλτου, «ῥοδάνι», Νικήτ. Χρον. 88Β, κτλ.
|lstext='''στρόφᾰλος''': ὁ, [[στρόβιλος]], [[πρᾶγμα]] περιστρεφόμενον, στρ. Ἑκατικός, [[στρόβιλος]] ἢ τροχὸς ἐν χρήσει κατὰ τὰς γοητείας ἢ μαγείας, Σχόλ. εἰς Συνέσ. 361D. ΙΙ. κεκαμμένη λαβὴ ἢ «χεροῦλι» καταπέλτου, «ῥοδάνι», Νικήτ. Χρον. 88Β, κτλ.
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>τεχνολ.</b> το σημαντικότερο [[μετά]] τον τροχό [[μέσο]] μετάδοσης κινήσεως, [[στοιχείο]] μηχανισμού συνδεδεμένο [[κατά]] ορθή [[γωνία]] με άτρακτο που επιτρέπει τη [[μετατροπή]] της περιστροφικής κίνησης σε ευθύγραμμη παλινδρομική [[κίνηση]] άλλων οργάνων με τα οποία συνδέεται, όπως λ.χ. με ένα [[έμβολο]], ή αντίστροφα, από ευθύγραμμη παλινδρομική σε περιστροφική με τη [[μεσολάβηση]] ενός διωστήρα<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> [[οξεία]] [[μορφή]] κνήφης, [[καμιά]] [[φορά]] πομφολυγώδους τύπου, συχνή στην πρώτη παιδική [[ηλικία]], η οποία παρουσιάζεται [[κατά]] κρίσεις που σχετίζονται με σφάλματα διατροφής ή με την [[οδοντοφυΐα]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />κεκαμμένη [[λαβή]] με την οποία στρέφεται [[κάτι]], [[μανιβέλα]], [[χερούλι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[στρόβιλος]], [[τροχός]] και, γενικά, [[καθετί]] που περιστρέφεται<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[στρόφαλος]] [[Ἑκατικός]]» — [[στρόβιλος]] ή [[τροχός]] που χρησιμοποιούσαν σε μαγικές τελετές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στρόφος]] ή [[στροφή]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>αλ</i>-<i>ος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πάσσ</i>-<i>αλ</i>-<i>ος</i>)].
}}
}}

Latest revision as of 12:01, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρόφαλος Medium diacritics: στρόφαλος Low diacritics: στρόφαλος Capitals: ΣΤΡΟΦΑΛΟΣ
Transliteration A: stróphalos Transliteration B: strophalos Transliteration C: strofalos Beta Code: stro/falos

English (LSJ)

ὁ, = ῥόμβος A. 1 or 2a, used in magic, Marin.Procl.28.

German (Pape)

[Seite 956] ὁ, ein Kreisel, Ἑκατικός, Zauber. kreisel, -rad, Sp. – Eine Art Kurbel an ciner Wurf. maschine, Nicet.

Greek (Liddell-Scott)

στρόφᾰλος: ὁ, στρόβιλος, πρᾶγμα περιστρεφόμενον, στρ. Ἑκατικός, στρόβιλος ἢ τροχὸς ἐν χρήσει κατὰ τὰς γοητείας ἢ μαγείας, Σχόλ. εἰς Συνέσ. 361D. ΙΙ. κεκαμμένη λαβὴ ἢ «χεροῦλι» καταπέλτου, «ῥοδάνι», Νικήτ. Χρον. 88Β, κτλ.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
νεοελλ.
1. τεχνολ. το σημαντικότερο μετά τον τροχό μέσο μετάδοσης κινήσεως, στοιχείο μηχανισμού συνδεδεμένο κατά ορθή γωνία με άτρακτο που επιτρέπει τη μετατροπή της περιστροφικής κίνησης σε ευθύγραμμη παλινδρομική κίνηση άλλων οργάνων με τα οποία συνδέεται, όπως λ.χ. με ένα έμβολο, ή αντίστροφα, από ευθύγραμμη παλινδρομική σε περιστροφική με τη μεσολάβηση ενός διωστήρα
2. ιατρ. οξεία μορφή κνήφης, καμιά φορά πομφολυγώδους τύπου, συχνή στην πρώτη παιδική ηλικία, η οποία παρουσιάζεται κατά κρίσεις που σχετίζονται με σφάλματα διατροφής ή με την οδοντοφυΐα
νεοελλ.-μσν.
κεκαμμένη λαβή με την οποία στρέφεται κάτι, μανιβέλα, χερούλι
αρχ.
1. στρόβιλος, τροχός και, γενικά, καθετί που περιστρέφεται
2. φρ. «στρόφαλος Ἑκατικός» — στρόβιλος ή τροχός που χρησιμοποιούσαν σε μαγικές τελετές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρόφος ή στροφή + επίθημα -αλ-ος (πρβλ. πάσσ-αλ-ος)].