θιασάρχης: Difference between revisions
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
m (LSJ1 replacement) |
|||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=thiasarchis | |Transliteration C=thiasarchis | ||
|Beta Code=qiasa/rxhs | |Beta Code=qiasa/rxhs | ||
|Definition= | |Definition=θιασάρχου, ὁ, [[leader]] of a [[θίασος]], Luc.''Peregr.''11. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''θιᾰσάρχης:''' ου ὁ тиасарх, предводитель вакхической толпы Luc. | |elrutext='''θιᾰσάρχης:''' ου ὁ [[тиасарх]], [[предводитель вакхической толпы]] Luc. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 12:05, 25 August 2023
English (LSJ)
θιασάρχου, ὁ, leader of a θίασος, Luc.Peregr.11.
German (Pape)
[Seite 1211] ὁ, Vorsteher, Anführer eines θίασος, Luc. Peregr. 11.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
chef d'un thiase, qui organise et dirige un thiase.
Étymologie: θίασος, ἄρχω.
Russian (Dvoretsky)
θιᾰσάρχης: ου ὁ тиасарх, предводитель вакхической толпы Luc.
Greek (Liddell-Scott)
θιᾰσάρχης: -ου, ὁ, ὁ ἀρχηγὸς θιάσου, Λουκ. Περεγρ. 11.
Greek Monolingual
ο (Α θιασάρχης)
νεοελλ.
αυτός που διευθύνει θίασο, αρχηγός θιάσου ηθοποιών
αρχ.
αρχηγός θρησκευτικού ομίλου ανθρώπων που περιέρχονταν τους δρόμους με άσματα και χορούς, ιδίως κατά τις εορτές προς τιμήν του Βάκχου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θίασος + -άρχης (πρβλ. δεκατάρχης, πολιτάρχης, τελετάρχης].
Greek Monotonic
θιᾰσάρχης: -ου, ὁ, ο αρχηγός ενός θιάσου, σε Λουκ.