ῥαβδομαχία: Difference between revisions

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ravdomachia
|Transliteration C=ravdomachia
|Beta Code=r(abdomaxi/a
|Beta Code=r(abdomaxi/a
|Definition=ἡ, [[fighting with a staff]] or [[foil]], <span class="bibl">Plu.<span class="title">Alex.</span>4</span>.
|Definition=ἡ, [[fighting with a staff]] or [[foil]], Plu.''Alex.''4.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0829.png Seite 829]] ἡ, das Fechten mit dem Stabe, mit einer Art von Rappieren, Plut. Alex. 4.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0829.png Seite 829]] ἡ, das Fechten mit dem Stabe, mit einer Art von Rappieren, Plut. Alex. 4.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />[[combat au moyen de baguettes]].<br />'''Étymologie:''' [[ῥάβδος]], [[μάχομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ῥαβδομᾰχία:''' ἡ [[бой на палках]], [[фехтование]] Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ῥαβδομᾰχία''': ἡ, τὸ μάχεσθαι ([[χάριν]] ἀσκήσεως) διὰ ῥάβδων, τὸ ἀσκεῖσθαι δι’ ἀκοντίων ἐσφαιρωμένων, Πλουτ. Ἀλέξ. 4, [[ἔνθα]] ἴδε σημ. Κοραῆ (τ. 4, σ. 405).
|lstext='''ῥαβδομᾰχία''': ἡ, τὸ μάχεσθαι ([[χάριν]] ἀσκήσεως) διὰ ῥάβδων, τὸ ἀσκεῖσθαι δι’ ἀκοντίων ἐσφαιρωμένων, Πλουτ. Ἀλέξ. 4, [[ἔνθα]] ἴδε σημ. Κοραῆ (τ. 4, σ. 405).
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />combat au moyen de baguettes.<br />'''Étymologie:''' [[ῥάβδος]], [[μάχομαι]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η / [[ῥαβδομαχία]], ΝΑ<br />[[είδος]] οπλομαχητικής άσκησης με ράβδους, η οποία [[είναι]] [[παρεμφερής]] με την [[ξιφασκία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(γενικά) [[συμπλοκή]] με [[ραβδιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥάβδος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μαχία πιθ</i>. μέσω αμάρτυρου αρχ. <i>ῥαβδομάχος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>μονο</i>-<i>μαχία</i>, <i>πυγ</i>-<i>μαχία</i>)].
|mltxt=η / [[ῥαβδομαχία]], ΝΑ<br />[[είδος]] οπλομαχητικής άσκησης με ράβδους, η οποία [[είναι]] [[παρεμφερής]] με την [[ξιφασκία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(γενικά) [[συμπλοκή]] με [[ραβδιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥάβδος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μαχία πιθ</i>. μέσω αμάρτυρου αρχ. <i>ῥαβδομάχος</i> (<b>πρβλ.</b> [[μονομαχία]], [[πυγμαχία]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ῥαβδομᾰχία:''' ἡ ([[μάχομαι]]), [[μάχη]] με [[ραβδί]], [[κοντάρι]] ή ελαφρύ [[ξίφος]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''ῥαβδομᾰχία:''' ἡ ([[μάχομαι]]), [[μάχη]] με [[ραβδί]], [[κοντάρι]] ή ελαφρύ [[ξίφος]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ῥαβδομᾰχία:''' ἡ [[бой на палках]], [[фехтование]] Plut.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ῥαβδο-μᾰχία, ἡ, [[μάχομαι]]<br />a [[fighting]] with a [[staff]] or [[foil]], Plut.
|mdlsjtxt=ῥαβδο-μᾰχία, ἡ, [[μάχομαι]]<br />a [[fighting]] with a [[staff]] or [[foil]], Plut.
}}
}}

Latest revision as of 12:06, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥαβδομᾰχία Medium diacritics: ῥαβδομαχία Low diacritics: ραβδομαχία Capitals: ΡΑΒΔΟΜΑΧΙΑ
Transliteration A: rhabdomachía Transliteration B: rhabdomachia Transliteration C: ravdomachia Beta Code: r(abdomaxi/a

English (LSJ)

ἡ, fighting with a staff or foil, Plu.Alex.4.

German (Pape)

[Seite 829] ἡ, das Fechten mit dem Stabe, mit einer Art von Rappieren, Plut. Alex. 4.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
combat au moyen de baguettes.
Étymologie: ῥάβδος, μάχομαι.

Russian (Dvoretsky)

ῥαβδομᾰχία:бой на палках, фехтование Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ῥαβδομᾰχία: ἡ, τὸ μάχεσθαι (χάριν ἀσκήσεως) διὰ ῥάβδων, τὸ ἀσκεῖσθαι δι’ ἀκοντίων ἐσφαιρωμένων, Πλουτ. Ἀλέξ. 4, ἔνθα ἴδε σημ. Κοραῆ (τ. 4, σ. 405).

Greek Monolingual

η / ῥαβδομαχία, ΝΑ
είδος οπλομαχητικής άσκησης με ράβδους, η οποία είναι παρεμφερής με την ξιφασκία
νεοελλ.
(γενικά) συμπλοκή με ραβδιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάβδος + -μαχία πιθ. μέσω αμάρτυρου αρχ. ῥαβδομάχος (πρβλ. μονομαχία, πυγμαχία)].

Greek Monotonic

ῥαβδομᾰχία: ἡ (μάχομαι), μάχη με ραβδί, κοντάρι ή ελαφρύ ξίφος, σε Πλούτ.

Middle Liddell

ῥαβδο-μᾰχία, ἡ, μάχομαι
a fighting with a staff or foil, Plut.