ἑλικωτός: Difference between revisions

From LSJ

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
(5)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=elikotos
|Transliteration C=elikotos
|Beta Code=e(likwto/s
|Beta Code=e(likwto/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">threaded like a screw</b>, <span class="bibl">Orib.49.20.6</span>.</span>
|Definition=ἑλικωτή, ἑλικωτόν, [[threaded like a screw]], Orib.49.20.6.
}}
{{DGE
|dgtxt=-όν<br />[[que tiene rosca]] o [[que se enrosca]] τὸ ἑλικωτὸν μέρος de un tornillo, Orib.49.21.6.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἑλικωτός]], -ή, -όν)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ελικωτό</i><br />ελικοειδές [[καρφί]] με το οποίο στερεώνονται οι σιδηροτροχιές [[πάνω]] στους ξύλινους στρωτήρες<br /><b>αρχ.</b><br />[[ελικοειδής]].
}}
}}

Latest revision as of 12:08, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑλῐκωτός Medium diacritics: ἑλικωτός Low diacritics: ελικωτός Capitals: ΕΛΙΚΩΤΟΣ
Transliteration A: helikōtós Transliteration B: helikōtos Transliteration C: elikotos Beta Code: e(likwto/s

English (LSJ)

ἑλικωτή, ἑλικωτόν, threaded like a screw, Orib.49.20.6.

Spanish (DGE)

-όν
que tiene rosca o que se enrosca τὸ ἑλικωτὸν μέρος de un tornillo, Orib.49.21.6.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἑλικωτός, -ή, -όν)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το ελικωτό
ελικοειδές καρφί με το οποίο στερεώνονται οι σιδηροτροχιές πάνω στους ξύλινους στρωτήρες
αρχ.
ελικοειδής.