εὐέλαιος: Difference between revisions

From LSJ

χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.

Source
(15)
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=evelaios
|Transliteration C=evelaios
|Beta Code=eu)e/laios
|Beta Code=eu)e/laios
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">rich in olive-trees</b> or <b class="b2">oil</b>, <span class="bibl">Str.5.4.3</span>.</span>
|Definition=εὐέλαιον, [[rich in olive-trees]] or [[oil]], Str.5.4.3.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐέλαιος]], -ον (Α)<br />[[γεμάτος]] ελαιόδενδρα, αυτός που παράγει άφθονο και καλό [[λάδι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -[[έλαιος]] (<span style="color: red;"><</span> [[ελαία]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αν</i>-[[έλαιος]], <i>καλλι</i>-[[έλαιος]]. Διαφέρει το [[έλαιος]] «[[αγριελιά]]»].
|mltxt=[[εὐέλαιος]], -ον (Α)<br />[[γεμάτος]] ελαιόδενδρα, αυτός που παράγει άφθονο και καλό [[λάδι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -[[έλαιος]] (<span style="color: red;"><</span> [[ελαία]]), [[πρβλ]]. [[ανέλαιος]], [[καλλιέλαιος]]. Διαφέρει το [[έλαιος]] «[[αγριελιά]]»].
}}
}}

Latest revision as of 12:11, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐέλαιος Medium diacritics: εὐέλαιος Low diacritics: ευέλαιος Capitals: ΕΥΕΛΑΙΟΣ
Transliteration A: euélaios Transliteration B: euelaios Transliteration C: evelaios Beta Code: eu)e/laios

English (LSJ)

εὐέλαιον, rich in olive-trees or oil, Str.5.4.3.

German (Pape)

[Seite 1064] reich an Oelbäumen, Strab. V p. 243.

Greek (Liddell-Scott)

εὐέλαιος: -ον, παράγων ἄφθονον καὶ καλὸν ἔλαιον, Στράβ. 243.

Greek Monolingual

εὐέλαιος, -ον (Α)
γεμάτος ελαιόδενδρα, αυτός που παράγει άφθονο και καλό λάδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -έλαιος (< ελαία), πρβλ. ανέλαιος, καλλιέλαιος. Διαφέρει το έλαιος «αγριελιά»].