ὁμόχρονος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ τὸ σιγᾶν πολλάκις ἐστὶ σοφώτατον ἀνθρώπῳ νοῆσαι → and silence is often the wisest thing for a man to heed, and often is man's best wisdom to be silent, and often keeping silent is the wisest thing for a man to heed

Source
(Bailly1_4)
m (LSJ1 replacement)
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=omochronos
|Transliteration C=omochronos
|Beta Code=o(mo/xronos
|Beta Code=o(mo/xronos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">contemporaneous</b>, <span class="bibl">Them.<span class="title">Or.</span>9.128a</span>.</span>
|Definition=ὁμόχρονον, [[contemporaneous]], Them.''Or.''9.128a.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0342.png Seite 342]] gleichzeitig, zu gleicher Zeit lebend, Themist. u. a. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0342.png Seite 342]] gleichzeitig, zu gleicher Zeit lebend, Themist. u. a. Sp.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[contemporain]].<br />'''Étymologie:''' [[ὁμός]], [[χρόνος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὁμόχρονος''': -ον, [[σύγχρονος]], Θεμίστ. 128Α. Ἐπίρρ. -νως, Ἰω. Κλίμακ. σ. 132.
|lstext='''ὁμόχρονος''': -ον, [[σύγχρονος]], Θεμίστ. 128Α. Ἐπίρρ. -νως, Ἰω. Κλίμακ. σ. 132.
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=ος, ον :<br />contemporain.<br />'''Étymologie:''' [[ὁμός]], [[χρόνος]].
|mltxt=, -ο (ΑΜ [[ὁμόχρονος]], -ον, Α και ὁμοχρόνιος, -ον)<br />αυτός που γίνεται ταυτοχρόνως με κάποιον [[άλλο]], [[σύγχρονος]], [[ταυτόχρονος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ισόχρονος]], ίσης [[χρονικής]] διάρκειας, που διαρκεί τον ίδιο χρόνο με κάποιον [[άλλο]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ομόχρονη [[κληρονομικότητα]]»<br /><b>βιολ.</b> [[κατά]] τον Δαρβίνο, [[μορφή]] κληρονομικότητας στην οποία ορισμένοι χαρακτήρες που μεταβιβάστηκαν εμφανίζονται στους απογόνους ακριβώς [[κατά]] την [[ηλικία]] που εμφανίστηκαν και στους προγόνους<br /><b>αρχ.</b><br />[[συνομήλικος]], [[συνηλικιώτης]], [[σύγχρονος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ομοχρόνως</i> και <i>ομόχρονα</i> (ΑΜ ὁμοχρόνως)<br />ταυτοχρόνως, συγχρόνως, [[κατά]] την [[ίδια]] [[στιγμή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[χρόνος]] ([[πρβλ]]. [[ισόχρονος]]). Η λ. ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>homochronous</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὁμόχρονος:''' -ον, [[σύγχρονος]], [[ταυτόχρονος]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὁμό-χρονος, ον,<br />contemporaneous.
}}
}}

Latest revision as of 12:18, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμόχρονος Medium diacritics: ὁμόχρονος Low diacritics: ομόχρονος Capitals: ΟΜΟΧΡΟΝΟΣ
Transliteration A: homóchronos Transliteration B: homochronos Transliteration C: omochronos Beta Code: o(mo/xronos

English (LSJ)

ὁμόχρονον, contemporaneous, Them.Or.9.128a.

German (Pape)

[Seite 342] gleichzeitig, zu gleicher Zeit lebend, Themist. u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
contemporain.
Étymologie: ὁμός, χρόνος.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμόχρονος: -ον, σύγχρονος, Θεμίστ. 128Α. Ἐπίρρ. -νως, Ἰω. Κλίμακ. σ. 132.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ὁμόχρονος, -ον, Α και ὁμοχρόνιος, -ον)
αυτός που γίνεται ταυτοχρόνως με κάποιον άλλο, σύγχρονος, ταυτόχρονος
νεοελλ.
1. ισόχρονος, ίσης χρονικής διάρκειας, που διαρκεί τον ίδιο χρόνο με κάποιον άλλο
2. φρ. «ομόχρονη κληρονομικότητα»
βιολ. κατά τον Δαρβίνο, μορφή κληρονομικότητας στην οποία ορισμένοι χαρακτήρες που μεταβιβάστηκαν εμφανίζονται στους απογόνους ακριβώς κατά την ηλικία που εμφανίστηκαν και στους προγόνους
αρχ.
συνομήλικος, συνηλικιώτης, σύγχρονος.
επίρρ...
ομοχρόνως και ομόχρονα (ΑΜ ὁμοχρόνως)
ταυτοχρόνως, συγχρόνως, κατά την ίδια στιγμή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + χρόνος (πρβλ. ισόχρονος). Η λ. ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. homochronous].

Greek Monotonic

ὁμόχρονος: -ον, σύγχρονος, ταυτόχρονος.

Middle Liddell

ὁμό-χρονος, ον,
contemporaneous.