Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σκυθρός: Difference between revisions

From LSJ

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=skythros
|Transliteration C=skythros
|Beta Code=skuqro/s
|Beta Code=skuqro/s
|Definition=ά, όν, [[angry]], [[sullen]], <span class="bibl">Men.10</span>, <span class="bibl">Arat.1120</span>.
|Definition=ά, όν, [[angry]], [[sullen]], Men.10, Arat.1120.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 12:24, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκυθρός Medium diacritics: σκυθρός Low diacritics: σκυθρός Capitals: ΣΚΥΘΡΟΣ
Transliteration A: skythrós Transliteration B: skythros Transliteration C: skythros Beta Code: skuqro/s

English (LSJ)

ά, όν, angry, sullen, Men.10, Arat.1120.

German (Pape)

[Seite 906] zornig, unwillig, mürrisch, traurig; Men. in VLL.; Arat. Dios. 388.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
sombre, triste, chagrin.
Étymologie: R. Σκυδ, être sombre ; cf. σκύζομαι, σκυδμαίνω.

Russian (Dvoretsky)

σκυθρός: мрачный, угрюмый Men.

Greek (Liddell-Scott)

σκυθρός: -ά, -όν, (√ΣΚΥΔ, σκύζομαι), ὠργισμένος, δυσηρεστημένος, Μένανδρ. ἐν «Ἀδελφοῖς» 13, Ἄρατ. 1120. - Καθ’ Ἡσύχ.: «στυγνὸς τὰς ὄψεις, χαλεπός, ὠμός, σκυθρωπός».

Greek Monolingual

-ά, -όν, Α
οργίλος, οργισμένος, θυμωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. σκυθρός έχει σχηματιστεί είτε < θ. σκυ-δ του σκύζομαι «οργίζομαι» είτε < θ. σκυδ- (πιθ. μέσω ενός τ. σκυσ-θρός) + επίθημα -θρός (πρβλ. νωθρός)].

Greek Monotonic

σκυθρός: -ά, -όν (σκύζομαι), θυμωμένος, δύσθυμος, κατσούφης, κατηφής, σε Μένανδρ.

Frisk Etymological English

See also: s. σκυδμαίνω.

Middle Liddell

σκυθρός, ή, όν σκύζομαι
angry, sullen, Menand.

Frisk Etymology German

σκυθρός: {skuthrós}
See also: s. σκυδμαίνω.
Page 2,741

Mantoulidis Etymological

(=ὀργισμένος). Ἀπό τό σκύζομαι, σκυδ + θρό + ς → σκυθρός.