προορισμός: Difference between revisions
αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death
(34) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=proorismos | |Transliteration C=proorismos | ||
|Beta Code=proorismo/s | |Beta Code=proorismo/s | ||
|Definition=ὁ, | |Definition=ὁ, [[early determination]], Hp.''Praec.''3. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, ΝΜΑ [[προορίζω]]<br />προκαθορισμός, [[καθορισμός]] εκ τών προτέρων (α. «[[προορισμός]] του Ιδρύματος [[είναι]] να καλύψει τις ανάγκες της επαρχίας και της ευρύτερης περιοχής<br />β. «τῆς θείας κελεύσεως [[ἔργον]] ἐστὶν ὁ [[προορισμός]]», Δαμασκ. Ι.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[σκοπός]], [[αποστολή]] («[[προορισμός]] του σχολείου [[είναι]] η [[διάπλαση]] πολύπλευρης προσωπικότητας στα [[παιδιά]]»)<br /><b>2.</b> [[κατεύθυνση]] (α. «το [[αεροπλάνο]] αναχώρησε με προορισμό τη [[Ρώμη]]»)<br /><b>3.</b> [[τέρμα]] ενέργειας ή προσπάθειας («οι ορειβάτες, [[έπειτα]] από επίπονη [[πορεία]], έφθασαν στον προορισμό τους, στο ορεινό [[καταφύγιο]]»)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[απόλυτος]] [[προορισμός]]»<br /><b>θεολ.</b> προτεσταντική [[διδασκαλία]] [[κατά]] την οποία ο [[θεός]] έχει προορίσει ορισμένους ανθρώπους για τη [[σωτηρία]] και άλλους για την αιώνα [[τιμωρία]]. | |mltxt=ο, ΝΜΑ [[προορίζω]]<br />προκαθορισμός, [[καθορισμός]] εκ τών προτέρων (α. «[[προορισμός]] του Ιδρύματος [[είναι]] να καλύψει τις ανάγκες της επαρχίας και της ευρύτερης περιοχής<br />β. «τῆς θείας κελεύσεως [[ἔργον]] ἐστὶν ὁ [[προορισμός]]», Δαμασκ. Ι.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[σκοπός]], [[αποστολή]] («[[προορισμός]] του σχολείου [[είναι]] η [[διάπλαση]] πολύπλευρης προσωπικότητας στα [[παιδιά]]»)<br /><b>2.</b> [[κατεύθυνση]] (α. «το [[αεροπλάνο]] αναχώρησε με προορισμό τη [[Ρώμη]]»)<br /><b>3.</b> [[τέρμα]] ενέργειας ή προσπάθειας («οι ορειβάτες, [[έπειτα]] από επίπονη [[πορεία]], έφθασαν στον προορισμό τους, στο ορεινό [[καταφύγιο]]»)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[απόλυτος]] [[προορισμός]]»<br /><b>θεολ.</b> προτεσταντική [[διδασκαλία]] [[κατά]] την οποία ο [[θεός]] έχει προορίσει ορισμένους ανθρώπους για τη [[σωτηρία]] και άλλους για την αιώνα [[τιμωρία]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=προορισμός -οῦ, ὁ [προορίζω] [[vroege vaststelling]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:26, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁ, early determination, Hp.Praec.3.
German (Pape)
[Seite 738] ὁ, vorhergegangene Begränzung, Bestimmung, Sp., bes. Rhett.
Greek (Liddell-Scott)
προορισμός: ὁ, πρότερος ὁρισμός, Ἱππ. 26. 31· οὕτω, προόρισμα, τό, Ἡσύχ. ἐν λ. οὔρους· ― προόρῐσις, εως, ἡ, Ἐκκλ.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ προορίζω
προκαθορισμός, καθορισμός εκ τών προτέρων (α. «προορισμός του Ιδρύματος είναι να καλύψει τις ανάγκες της επαρχίας και της ευρύτερης περιοχής
β. «τῆς θείας κελεύσεως ἔργον ἐστὶν ὁ προορισμός», Δαμασκ. Ι.)
νεοελλ.
1. σκοπός, αποστολή («προορισμός του σχολείου είναι η διάπλαση πολύπλευρης προσωπικότητας στα παιδιά»)
2. κατεύθυνση (α. «το αεροπλάνο αναχώρησε με προορισμό τη Ρώμη»)
3. τέρμα ενέργειας ή προσπάθειας («οι ορειβάτες, έπειτα από επίπονη πορεία, έφθασαν στον προορισμό τους, στο ορεινό καταφύγιο»)
4. φρ. «απόλυτος προορισμός»
θεολ. προτεσταντική διδασκαλία κατά την οποία ο θεός έχει προορίσει ορισμένους ανθρώπους για τη σωτηρία και άλλους για την αιώνα τιμωρία.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προορισμός -οῦ, ὁ [προορίζω] vroege vaststelling.