μηναῖος: Difference between revisions

From LSJ

Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνονAnaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep

Source
m (Text replacement - "αῑο" to "αῖο")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=minaios
|Transliteration C=minaios
|Beta Code=mhnai=os
|Beta Code=mhnai=os
|Definition=α, ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[lunar]], Orac. ap. <span class="bibl">Lyd.<span class="title">Mens.</span>3.8</span>.</span>
|Definition=α, ον, [[lunar]], Orac. ap. Lyd.''Mens.''3.8.
}}
}}
{{ls
{{ls

Latest revision as of 12:28, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηναῖος Medium diacritics: μηναῖος Low diacritics: μηναίος Capitals: ΜΗΝΑΙΟΣ
Transliteration A: mēnaîos Transliteration B: mēnaios Transliteration C: minaios Beta Code: mhnai=os

English (LSJ)

α, ον, lunar, Orac. ap. Lyd.Mens.3.8.

Greek (Liddell-Scott)

μηναῖος: -α, -ον, ὁ κατὰ μῆνα…, ἴδε Λοβεκ. Ἀγλαόφ. 954· ― τὰ μηναῖα, ὡς καὶ νῦν, τὰ βιβλία τὰ περιέχοντα τὰς δι’ ἕκαστον μῆνα ἀκολουθίας, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

-α, -ο (ΑΜ μηναῖος, -α, -ον Μ ουδ. και μηνίο και μηνίον και μηνιόν) μήν
αυτός που γίνεται ή συμβαίνει κάθε μήνα, ο μηνιαίος
νεοελλ.-μσν.
1. το ουδ. ως ουσ. το μηναίο(ν)
μισθός ενός μήνα, μηνιάτικο
2. (το ουδ. συν. στον πληθ. ως ουσ.) τα Μηναία
δώδεκα λειτουργικά βιβλία της Εκκλησίας, ένα για κάθε μήνα, τα οποία περιέχουν τις ακολουθίες τών εορτών και τών αγίων που τιμά κάθε μέρα η Εκκλησία κατά τη διάρκεια του εκκλησιαστικού έτους, το οποίο εκτείνεται από την 1η Σεπτεμβρίου μέχρι την 31 η Αυγούστου
μσν.
1. μισθωτή υπηρεσία
2. εκμίσθωση
3. φρ. α) «πιάνω εἰς τὸ μηνίον» — προσλαμβάνω κάποιον με μισθό
β) «ποιῶ μηνίον» — δίνω ή ορίζω μηνιαίο μισθό.