φαλαντίας: Difference between revisions

From LSJ

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=falantias
|Transliteration C=falantias
|Beta Code=falanti/as
|Beta Code=falanti/as
|Definition=ου, ὁ, [[bald man]], <span class="bibl">Luc.<span class="title">Philops.</span>18</span>.
|Definition=-ου, ὁ, [[bald man]], Luc.''Philops.''18.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />[[φαλακρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φάλανθος]] «αυτός που [[είναι]] [[φαλακρός]] στο [[μέτωπο]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίας</i> (<b>πρβλ.</b> <i>μετωπ</i>-<i>ίας</i>). Το -<i>ντ</i>- του τ. οφείλεται πιθ. σε [[αναλογία]] [[προς]] τα ρηματ. επίθ. σε -<i>αντος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ἀθέρμ</i>-<i>αντος</i>, <i>ἀλεύκ</i>-<i>αντος</i>)].
|mltxt=ὁ, Α<br />[[φαλακρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φάλανθος]] «αυτός που [[είναι]] [[φαλακρός]] στο [[μέτωπο]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίας</i> ([[πρβλ]]. [[μετωπίας]]). Το -<i>ντ</i>- του τ. οφείλεται πιθ. σε [[αναλογία]] [[προς]] τα ρηματ. επίθ. σε -<i>αντος</i> (<b>πρβλ.</b> [[ἀθέρμαντος]], [[ἀλεύκαντος]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Latest revision as of 12:30, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φᾰλαντίας Medium diacritics: φαλαντίας Low diacritics: φαλαντίας Capitals: ΦΑΛΑΝΤΙΑΣ
Transliteration A: phalantías Transliteration B: phalantias Transliteration C: falantias Beta Code: falanti/as

English (LSJ)

-ου, ὁ, bald man, Luc.Philops.18.

German (Pape)

[Seite 1253] ὁ, = φαλανθίας, v.l. bei Luc., Poll. 2, 26.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
chauve sur le front.
Étymologie: φαλός.

Russian (Dvoretsky)

φᾰλαντίας: ου adj. m Luc. = φάλανθος.

Greek (Liddell-Scott)

φᾰλαντίας: -ου, ὁ, φαλακρός, Λουκ. Φιλοψευδ. 18.

Greek Monolingual

ὁ, Α
φαλακρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάλανθος «αυτός που είναι φαλακρός στο μέτωπο» + επίθημα -ίας (πρβλ. μετωπίας). Το -ντ- του τ. οφείλεται πιθ. σε αναλογία προς τα ρηματ. επίθ. σε -αντος (πρβλ. ἀθέρμαντος, ἀλεύκαντος)].

Greek Monotonic

φᾰλαντίας: -ου, ὁ, φαλακρός άντρας, σε Λουκ.

Middle Liddell

[from φάλανθος
a bald man, Luc.