κατεγγύη: Difference between revisions
κῆπος κεκλεισμένος, ἀδελφή μου νύμφη, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη (Song of Solomon 4:12) → A garden locked is my sister bride, a garden locked, a fountain sealed (LXX) | A garden enclosed is my sister, my spouse; a spring shut up, a fountain sealed (KJV)
(13_2) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(16 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kateggyi | |Transliteration C=kateggyi | ||
|Beta Code=kateggu/h | |Beta Code=kateggu/h | ||
|Definition=ἡ, | |Definition=ἡ, [[giving of security]], D.25.60. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1393.png Seite 1393]] ἡ, die Verbürgung, Bürgschaft, ἐμπεσόντος εἰς τὸ [[δεσμωτήριον]] ἀνθρώπου πρὸς κατεγγύην Dem. 25, 60, weil er keine Bürgschaft stellen konnte. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1393.png Seite 1393]] ἡ, die Verbürgung, Bürgschaft, ἐμπεσόντος εἰς τὸ [[δεσμωτήριον]] ἀνθρώπου πρὸς κατεγγύην Dem. 25, 60, weil er keine Bürgschaft stellen konnte. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης (ἡ) :<br />[[cautionnement]], [[caution]].<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἐγγύη]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κατεγγύη:''' ἡ [[порука]], [[залог]], [[гарантия]] Dem. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''κατεγγύη''': ἡ, ἡ [[ἐγγύησις]] ἡ [[ἀσφάλεια]], ἐμπεσόντος εἰς τὸ [[δεσμωτήριον]] πρὸς κατεγγύην ([[διότι]] δὲν ἠδύνατο τὴν ἀπαιτουμένην ἐγγύησιν ὐπὲρ τῆς δίκης νὰ δώσῃ) Δημ. 788. 18. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κατεγγύη]], ἡ (Α)<br />[[εγγύηση]], [[εγγυοδοσία]], και ειδ. η [[εγγύηση]] που, [[κατά]] το αττ. [[δίκαιο]], ήταν υποχρεωμένος ο [[κατηγορούμενος]] να δώσει, για να [[είναι]] εξασφαλισμένη η [[πολιτεία]] ότι αυτός θα πλήρωνε το [[πρόστιμο]], αν καταδικαζόταν («πρὶν γὰρ ἐξελθεῖν ἐκ τοῦ δεσμωτηρίου, ἐμπεσόντος ἀνθρώπου τινός... πρὸς κατεγγύην», <b>Δημοσθ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἐγγύη]] «[[εγγύηση]]». Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]] όμως υποχωρητικά <span style="color: red;"><</span> <i>κατεγγυῶ</i> (<b>βλ. λ.</b> [[εγγύη]])]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κατεγγύη:''' ἡ, [[εγγύηση]] ή [[ενέχυρο]] που αποδίδεται, σε Δημ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=κατ-εγγύη, ἡ,<br />[[bail]] or [[security]] given, Dem. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:36, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ, giving of security, D.25.60.
German (Pape)
[Seite 1393] ἡ, die Verbürgung, Bürgschaft, ἐμπεσόντος εἰς τὸ δεσμωτήριον ἀνθρώπου πρὸς κατεγγύην Dem. 25, 60, weil er keine Bürgschaft stellen konnte.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
cautionnement, caution.
Étymologie: κατά, ἐγγύη.
Russian (Dvoretsky)
κατεγγύη: ἡ порука, залог, гарантия Dem.
Greek (Liddell-Scott)
κατεγγύη: ἡ, ἡ ἐγγύησις ἡ ἀσφάλεια, ἐμπεσόντος εἰς τὸ δεσμωτήριον πρὸς κατεγγύην (διότι δὲν ἠδύνατο τὴν ἀπαιτουμένην ἐγγύησιν ὐπὲρ τῆς δίκης νὰ δώσῃ) Δημ. 788. 18.
Greek Monolingual
κατεγγύη, ἡ (Α)
εγγύηση, εγγυοδοσία, και ειδ. η εγγύηση που, κατά το αττ. δίκαιο, ήταν υποχρεωμένος ο κατηγορούμενος να δώσει, για να είναι εξασφαλισμένη η πολιτεία ότι αυτός θα πλήρωνε το πρόστιμο, αν καταδικαζόταν («πρὶν γὰρ ἐξελθεῖν ἐκ τοῦ δεσμωτηρίου, ἐμπεσόντος ἀνθρώπου τινός... πρὸς κατεγγύην», Δημοσθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἐγγύη «εγγύηση». Κατ' άλλη άποψη όμως υποχωρητικά < κατεγγυῶ (βλ. λ. εγγύη)].
Greek Monotonic
κατεγγύη: ἡ, εγγύηση ή ενέχυρο που αποδίδεται, σε Δημ.