τράγημα: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
(eksahir)
m (LSJ1 replacement)
 
(17 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=tragima
|Transliteration C=tragima
|Beta Code=tra/ghma
|Beta Code=tra/ghma
|Definition=[<b class="b3">ᾰγ], ατος, τό,</b> mostly in pl., <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> like [[τρωγάλια]], <b class="b2">dried fruits</b> or <b class="b2">sweetmeats</b>, eaten as <b class="b2">dessert</b>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ach.</span>1091</span>, <span class="bibl"><span class="title">Ra.</span>510</span>, <span class="bibl">X.<span class="title">An.</span>2.3.15</span>, <span class="bibl">Diocl.Fr.141</span>, <span class="bibl"><span class="title">POxy.</span>1070.31</span> (iii A. D.), etc.; ὀνομάζω τ. τὰ παρὰ τὸ δεῖπνον ἐσθιόμενα τῆς ἐπὶ τῷ πίνειν ἡδονῆς ἕνεκα Gal.6.550; called <b class="b3">δευτέρα τράπεζα</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Fr.</span>104</span>; κάρυα καὶ τ. <span class="bibl">Clearch.Com.4</span>; κάρυα καὶ . . καστάναια καὶ κυάμους Αἰγύπτου . . καὶ εἴ τινα ἄλλα τ. <span class="title">IG</span>22.1013.20 (ii B. C.); καὶ τ. που παραθήσομεν αὐτοῖς τῶν τε σύκων καὶ ἐρεβίνθων καὶ κυάμων <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>372c</span>: metaph., <span class="bibl">Lyc.<span class="title">Fr.</span>3</span>; τ. τῶν λόγων <span class="bibl">D.H. <span class="title">Rh.</span>10.18</span>: less freq. in sg., <span class="bibl">Alex.250</span>, <span class="bibl">Diph.79</span>, <span class="bibl">Crobyl.9</span>, Arist. l. c., <span class="bibl">Aret.<span class="title">CD</span>1.2</span>.</span>
|Definition=[ᾰγ], ατος, τό, mostly in plural, like [[τρωγάλια]], [[dried fruits]] or [[sweetmeats]], eaten as [[dessert]], [[Aristophanes|Ar.]]''[[Acharnians|Ach.]]''1091, ''Ra.''510, X.''An.''2.3.15, Diocl.Fr.141, ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]''1070.31 (iii A. D.), etc.; ὀνομάζω τ. τὰ παρὰ τὸ δεῖπνον ἐσθιόμενα τῆς ἐπὶ τῷ πίνειν ἡδονῆς ἕνεκα Gal.6.550; called <b class="b3">δευτέρα τράπεζα</b>, Arist.''Fr.''104; κάρυα καὶ τ. Clearch.Com.4; κάρυα καὶ.. καστάναια καὶ κυάμους Αἰγύπτου.. καὶ εἴ τινα ἄλλα τ. ''IG''22.1013.20 (ii B. C.); καὶ τ. που παραθήσομεν αὐτοῖς τῶν τε σύκων καὶ ἐρεβίνθων καὶ κυάμων [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 372c: metaph., Lyc.''Fr.''3; τ. τῶν λόγων D.H. ''Rh.''10.18: less freq. in sg., Alex.250, Diph.79, Crobyl.9, Arist. l. c., Aret.''CD''1.2.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1132.png Seite 1132]] τό, Knupperwerk, zum Nachtisch gegeben, Nüsse, Mandeln, Zuckergebäck, dragées; meist im plur.; Ar. Ach. 1056 Plut. 190. 996; Xen. An. 2, 3, 15. 5, 3, 9; Plat. Rep. II, 372 c; auch übtr., τραγήματα τῶν λόγων, D. Hal. rhet. 10, 18.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1132.png Seite 1132]] τό, Knupperwerk, zum Nachtisch gegeben, Nüsse, Mandeln, Zuckergebäck, dragées; meist im plur.; Ar. Ach. 1056 Plut. 190. 996; Xen. An. 2, 3, 15. 5, 3, 9; Plat. Rep. II, 372 c; auch übtr., τραγήματα τῶν λόγων, D. Hal. rhet. 10, 18.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />[[friandise de dessert]], [[régal]].<br />'''Étymologie:''' [[τραγεῖν]].
}}
{{elru
|elrutext='''τράγημα:''' ατος (ρᾰ) τό преимущ. pl. лакомство, тж. десертное блюдо Arph., Xen., Plat., Diog. L.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τράγημα''': [ᾰ], τό, [[κυρίως]], τὸ [[χάριν]] τέρψεως τρωγόμενον, κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., ὡς τὰ [[τρωγάλια]], ξηροὶ καρποὶ ἐσθιόμενοι [[μετὰ]] τὴν κυρίαν τροφήν, ὡς ἐπιδόρπια, Λατ. bellaria, Γαλλ. dra?ées, Ἀριστοφάν. Ἀχ. 1091, Βάτρ. 510, Ξεν. Ἀν. 2. 3, 15· καλοῦνται καὶ δευτέρα [[τράπεζα]], Ἀριστ. Ἀποσπάσμ. 100, πρβλ. Ἀντιφάν. ἐν «Ὁμοίοις» 1· κάρυα καὶ τρ. Κλέαρχ. ἐν «Πανδρόσῳ» 1· κάρυα καί... καστάναια καὶ κυάμους Αἰγυπτίους... καὶ εἴ τινα ἄλλα τρ. Συλλ. Ἐπιγρ. 123, 20· καὶ τρ. που παραθήσομεν αὐτοῖς τῶν τε σύκων καὶ ἐρεβίνθων καὶ κυάμων Πλάτ. Πολ. 372C· - μεταφορ., τ. τῶν λόγων Διον. Ἁλ. π. Ῥητ. σελ. 393· - σπάν. ἐν τῷ ἑνικ., Ἄλεξις ἐν «Φιλίσκῳ» 1, Δίφιλ. ἐν «Τελεσίᾳ» 1, Κρώβυλ. ἐν Ἀδήλ. 2.
|lstext='''τράγημα''': [ᾰ], τό, [[κυρίως]], τὸ [[χάριν]] τέρψεως τρωγόμενον, κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., ὡς τὰ [[τρωγάλια]], ξηροὶ καρποὶ ἐσθιόμενοι μετὰ τὴν κυρίαν τροφήν, ὡς ἐπιδόρπια, Λατ. bellaria, Γαλλ. dra?ées, Ἀριστοφάν. Ἀχ. 1091, Βάτρ. 510, Ξεν. Ἀν. 2. 3, 15· καλοῦνται καὶ δευτέρα [[τράπεζα]], Ἀριστ. Ἀποσπάσμ. 100, πρβλ. Ἀντιφάν. ἐν «Ὁμοίοις» 1· κάρυα καὶ τρ. Κλέαρχ. ἐν «Πανδρόσῳ» 1· κάρυα καί... καστάναια καὶ κυάμους Αἰγυπτίους... καὶ εἴ τινα ἄλλα τρ. Συλλ. Ἐπιγρ. 123, 20· καὶ τρ. που παραθήσομεν αὐτοῖς τῶν τε σύκων καὶ ἐρεβίνθων καὶ κυάμων Πλάτ. Πολ. 372C· - μεταφορ., τ. τῶν λόγων Διον. Ἁλ. π. Ῥητ. σελ. 393· - σπάν. ἐν τῷ ἑνικ., Ἄλεξις ἐν «Φιλίσκῳ» 1, Δίφιλ. ἐν «Τελεσίᾳ» 1, Κρώβυλ. ἐν Ἀδήλ. 2.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />friandise de dessert, régal.<br />'''Étymologie:''' [[τραγεῖν]].
}}
}}
{{eles
{{eles
|esgtx=[[golosinas]]
|esgtx=[[golosinas]]
}}
{{grml
|mltxt=το, ΝΑ, και [[τράγιμα]] Α<br /><b>1.</b> [[επιδόρπιο]]<br /><b>2.</b> (<b>[[κυρίως]] στον πληθ.</b>) <i>τα τραγήματα</i><br />ξηροί καρποί που [[συνήθως]] τρώγονται [[μετά]] το [[κυρίως]] [[φαγητό]], [[τρωγάλια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>τραγ</i>- του [[τρώγω]] (<b>πρβλ.</b> απρμφ. αορ. <i>τραγ</i>-<i>εῖν</i>) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ημα</i> (<b>πρβλ.</b> [[πάθημα]], [[στέργημα]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τράγημα:''' [ᾰ], -ατος, τό, [[κυρίως]] αυτό που τρώγεται [[χάριν]] τέρψης, συνηθέστερα στον πληθ., ξηροί καρποί ή ζαχαρωτά, που τρώγονταν ως [[επιδόρπιο]], Λατ. bellana, σε Αριστοφ., Ξεν.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τρᾰ́γημα, ατος, τό,<br />[[properly]] that [[which]] is eaten for [[eating]]'s [[sake]], [[mostly]] in plural, dried fruits or [[sweetmeats]], eaten as [[dessert]], Lat. [[bellaria]], Ar., Xen.
}}
{{elmes
|esmgtx=τό plu. [[golosinas]] usadas en ofrendas παραθήσεις δὲ αὐτῷ παντοῖα γένη καρπῶν νέων πόπανά τε ζʹ, στροβίλους ζʹ, τραγημάτων πᾶν γένος <b class="b3">pondrás junto a él toda clase de frutos nuevos, siete pasteles y siete piñas, toda clase de golosinas</b> P XII 22 κόσμει δὲ καὶ παράθεσιν στροβίλων, ἄρτων καβόνιον, τραγημάτων <b class="b3">prepara también una ofrenda de piñas, una cesta de panes, golosinas</b> P XIII 1013
}}
}}

Latest revision as of 13:11, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τράγημα Medium diacritics: τράγημα Low diacritics: τράγημα Capitals: ΤΡΑΓΗΜΑ
Transliteration A: trágēma Transliteration B: tragēma Transliteration C: tragima Beta Code: tra/ghma

English (LSJ)

[ᾰγ], ατος, τό, mostly in plural, like τρωγάλια, dried fruits or sweetmeats, eaten as dessert, Ar.Ach.1091, Ra.510, X.An.2.3.15, Diocl.Fr.141, POxy.1070.31 (iii A. D.), etc.; ὀνομάζω τ. τὰ παρὰ τὸ δεῖπνον ἐσθιόμενα τῆς ἐπὶ τῷ πίνειν ἡδονῆς ἕνεκα Gal.6.550; called δευτέρα τράπεζα, Arist.Fr.104; κάρυα καὶ τ. Clearch.Com.4; κάρυα καὶ.. καστάναια καὶ κυάμους Αἰγύπτου.. καὶ εἴ τινα ἄλλα τ. IG22.1013.20 (ii B. C.); καὶ τ. που παραθήσομεν αὐτοῖς τῶν τε σύκων καὶ ἐρεβίνθων καὶ κυάμων Pl.R. 372c: metaph., Lyc.Fr.3; τ. τῶν λόγων D.H. Rh.10.18: less freq. in sg., Alex.250, Diph.79, Crobyl.9, Arist. l. c., Aret.CD1.2.

German (Pape)

[Seite 1132] τό, Knupperwerk, zum Nachtisch gegeben, Nüsse, Mandeln, Zuckergebäck, dragées; meist im plur.; Ar. Ach. 1056 Plut. 190. 996; Xen. An. 2, 3, 15. 5, 3, 9; Plat. Rep. II, 372 c; auch übtr., τραγήματα τῶν λόγων, D. Hal. rhet. 10, 18.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
friandise de dessert, régal.
Étymologie: τραγεῖν.

Russian (Dvoretsky)

τράγημα: ατος (ρᾰ) τό преимущ. pl. лакомство, тж. десертное блюдо Arph., Xen., Plat., Diog. L.

Greek (Liddell-Scott)

τράγημα: [ᾰ], τό, κυρίως, τὸ χάριν τέρψεως τρωγόμενον, κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., ὡς τὰ τρωγάλια, ξηροὶ καρποὶ ἐσθιόμενοι μετὰ τὴν κυρίαν τροφήν, ὡς ἐπιδόρπια, Λατ. bellaria, Γαλλ. dra?ées, Ἀριστοφάν. Ἀχ. 1091, Βάτρ. 510, Ξεν. Ἀν. 2. 3, 15· καλοῦνται καὶ δευτέρα τράπεζα, Ἀριστ. Ἀποσπάσμ. 100, πρβλ. Ἀντιφάν. ἐν «Ὁμοίοις» 1· κάρυα καὶ τρ. Κλέαρχ. ἐν «Πανδρόσῳ» 1· κάρυα καί... καστάναια καὶ κυάμους Αἰγυπτίους... καὶ εἴ τινα ἄλλα τρ. Συλλ. Ἐπιγρ. 123, 20· καὶ τρ. που παραθήσομεν αὐτοῖς τῶν τε σύκων καὶ ἐρεβίνθων καὶ κυάμων Πλάτ. Πολ. 372C· - μεταφορ., τ. τῶν λόγων Διον. Ἁλ. π. Ῥητ. σελ. 393· - σπάν. ἐν τῷ ἑνικ., Ἄλεξις ἐν «Φιλίσκῳ» 1, Δίφιλ. ἐν «Τελεσίᾳ» 1, Κρώβυλ. ἐν Ἀδήλ. 2.

Spanish

golosinas

Greek Monolingual

το, ΝΑ, και τράγιμα Α
1. επιδόρπιο
2. (κυρίως στον πληθ.) τα τραγήματα
ξηροί καρποί που συνήθως τρώγονται μετά το κυρίως φαγητό, τρωγάλια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τραγ- του τρώγω (πρβλ. απρμφ. αορ. τραγ-εῖν) + κατάλ. -ημα (πρβλ. πάθημα, στέργημα)].

Greek Monotonic

τράγημα: [ᾰ], -ατος, τό, κυρίως αυτό που τρώγεται χάριν τέρψης, συνηθέστερα στον πληθ., ξηροί καρποί ή ζαχαρωτά, που τρώγονταν ως επιδόρπιο, Λατ. bellana, σε Αριστοφ., Ξεν.

Middle Liddell

τρᾰ́γημα, ατος, τό,
properly that which is eaten for eating's sake, mostly in plural, dried fruits or sweetmeats, eaten as dessert, Lat. bellaria, Ar., Xen.

Léxico de magia

τό plu. golosinas usadas en ofrendas παραθήσεις δὲ αὐτῷ παντοῖα γένη καρπῶν νέων πόπανά τε ζʹ, στροβίλους ζʹ, τραγημάτων πᾶν γένος pondrás junto a él toda clase de frutos nuevos, siete pasteles y siete piñas, toda clase de golosinas P XII 22 κόσμει δὲ καὶ παράθεσιν στροβίλων, ἄρτων καβόνιον, τραγημάτων prepara también una ofrenda de piñas, una cesta de panes, golosinas P XIII 1013