τρισκατάρατος: Difference between revisions

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
(6)
m (LSJ1 replacement)
 
(15 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=triskataratos
|Transliteration C=triskataratos
|Beta Code=triskata/ratos
|Beta Code=triskata/ratos
|Definition=[ᾰρ], ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">thrice-accursed</b>, <span class="bibl">D.25.82</span>, <span class="bibl">Men.71</span>, <span class="bibl"><span class="title">Epit.</span>540</span>.</span>
|Definition=[ᾰρ], ον, [[thrice-accursed]], D.25.82, Men.71, ''Epit.''540.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''τρισκᾰτάρᾱτος''': -ον, ὡς καὶ νῦν, τρὶς κατηραμένος, Δημ. 794. 24· τρισκαταράτων πάντων Ἀρχέστρατος παρ’ Ἀθηναίῳ 311C, κλπ.
|btext=ος, ον :<br />[[trois fois digne d'être maudit]].<br />'''Étymologie:''' [[τρίς]], [[κατάρατος]].
}}
{{elnl
|elnltext=τρισ-κατάρατος -ον driewerf vervloekt.
}}
{{pape
|ptext=[ρᾱ], <i>[[dreimal]] [[verwünscht]], [[höchst]] [[verwünschenswert]]</i>; Dem. 25.82; Luc. <i>Alex</i>. 2, [[öfter]].
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ος, ον :<br />trois fois digne d’être maudit.<br />'''Étymologie:''' [[τρίς]], [[κατάρατος]].
|elrutext='''τρισκᾰτάρᾱτος:''' (τᾰ) трижды проклятый, треклятый Dem., Men., Luc.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[τρισκατάρατος]], -ον, ΝΜΑ, και τρικατάρατος Α<br />[[τρεις]] φορές [[καταραμένος]], [[επικατάρατος]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[αντίχριστος]], ο [[διάβολος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[τρισκατάρατος]]<br /><b>μτφ.</b> [[άνθρωπος]] [[δόλιος]], [[σατανικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρισ</i>- / <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κατάρατος]] «[[μισητός]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>καταρῶμαι</i>), <b>πρβλ.</b> <i>παγ</i>-[[κατάρατος]].
|mltxt=-η, -ο / [[τρισκατάρατος]], -ον, ΝΜΑ, και τρικατάρατος Α<br />[[τρεις]] φορές [[καταραμένος]], [[επικατάρατος]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[αντίχριστος]], ο [[διάβολος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[τρισκατάρατος]]<br /><b>μτφ.</b> [[άνθρωπος]] [[δόλιος]], [[σατανικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρισ</i>- / <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κατάρατος]] «[[μισητός]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>καταρῶμαι</i>), [[πρβλ]]. [[παγκατάρατος]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τρισκᾰτάρᾱτος:''' -ον, [[τρεῖς]] φορές [[καταραμένος]], σε Δημ.
|lsmtext='''τρισκᾰτάρᾱτος:''' -ον, [[τρεῖς]] φορές [[καταραμένος]], σε Δημ.
}}
{{ls
|lstext='''τρισκᾰτάρᾱτος''': -ον, ὡς καὶ νῦν, τρὶς κατηραμένος, Δημ. 794. 24· τρισκαταράτων πάντων Ἀρχέστρατος παρ’ Ἀθηναίῳ 311C, κλπ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τρισ-κᾰτάρᾱτος, ον,<br />[[thrice]]-[[accursed]], Dem.
}}
}}

Latest revision as of 13:18, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρισκατάρᾱτος Medium diacritics: τρισκατάρατος Low diacritics: τρισκατάρατος Capitals: ΤΡΙΣΚΑΤΑΡΑΤΟΣ
Transliteration A: triskatáratos Transliteration B: triskataratos Transliteration C: triskataratos Beta Code: triskata/ratos

English (LSJ)

[ᾰρ], ον, thrice-accursed, D.25.82, Men.71, Epit.540.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
trois fois digne d'être maudit.
Étymologie: τρίς, κατάρατος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρισ-κατάρατος -ον driewerf vervloekt.

German (Pape)

[ρᾱ], dreimal verwünscht, höchst verwünschenswert; Dem. 25.82; Luc. Alex. 2, öfter.

Russian (Dvoretsky)

τρισκᾰτάρᾱτος: (τᾰ) трижды проклятый, треклятый Dem., Men., Luc.

Greek Monolingual

-η, -ο / τρισκατάρατος, -ον, ΝΜΑ, και τρικατάρατος Α
τρεις φορές καταραμένος, επικατάρατος
νεοελλ.-μσν.
το αρσ. ως ουσ. ο αντίχριστος, ο διάβολος
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο τρισκατάρατος
μτφ. άνθρωπος δόλιος, σατανικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρισ- / τρι- + κατάρατος «μισητός» (< καταρῶμαι), πρβλ. παγκατάρατος.

Greek Monotonic

τρισκᾰτάρᾱτος: -ον, τρεῖς φορές καταραμένος, σε Δημ.

Greek (Liddell-Scott)

τρισκᾰτάρᾱτος: -ον, ὡς καὶ νῦν, τρὶς κατηραμένος, Δημ. 794. 24· τρισκαταράτων πάντων Ἀρχέστρατος παρ’ Ἀθηναίῳ 311C, κλπ.

Middle Liddell

τρισ-κᾰτάρᾱτος, ον,
thrice-accursed, Dem.