τρομώδης: Difference between revisions

From LSJ

ἀντὶ λέοντος πίθηκον γίγνεσθαιbecome a monkey instead of a lion

Source
(42)
m (LSJ1 replacement)
 
(17 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=tromodis
|Transliteration C=tromodis
|Beta Code=tromw/dhs
|Beta Code=tromw/dhs
|Definition=ες, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">trembling, quivering</b>, τρομώδεις ἔθνῃσκον <span class="bibl">Str.15.2.6</span>; σάρξ Plu.2.689c; of delirious persons, <b class="b3">χεῖρες, γλῶσσαι</b>, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Acut.</span>42</span>, <span class="bibl"><span class="title">Prorrh.</span>1.20</span>; πυρετοί <span class="bibl">Id.<span class="title">Fract.</span> 11</span>. Adv. -δῶς Gal.7.69, <span class="bibl">Steph. <span class="title">in Hp.</span> 1.99D.</span></span>
|Definition=τρομῶδες, [[trembling]], [[quivering]], τρομώδεις ἔθνῃσκον Str.15.2.6; σάρξ Plu.2.689c; of delirious persons, [[χεῖρες]], [[γλῶσσαι]], Hp.''Acut.''42, ''Prorrh.''1.20; πυρετοί Id.''Fract.'' 11. Adv. [[τρομωδῶς]] Gal.7.69, Steph. ''in Hp.'' 1.99D.
}}
{{bailly
|btext=ης, ες:<br />[[tremblant]].<br />'''Étymologie:''' [[τρόμος]], -ωδης.
}}
{{elnl
|elnltext=τρομώδης -ες [τρόμος] trillend, bevend (van koortsen).
}}
{{pape
|ptext=ες, <i>[[zitternd]], [[erschrocken]]</i>, Sp.
}}
{{elru
|elrutext='''τρομώδης:''' [[дрожащий]], [[трепещущий]] Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τρομώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ὁ τρέμων, κατεχόμενος ὑπὸ τρόμου, χεῖρες Ἱππ. περὶ Διαίτ. Ὀξ. 391· πυρετοὶ τρομώδεις, [[μετὰ]] τρόμου, ὁ αὐτ. π. Ἀγμ. 759. - Ἐπίρρ. -δῶς, Στεφάνου Σχόλ. εἰς Ἱππ. σ. 99, 118, ἔκδ. Dietz. Osann.
|lstext='''τρομώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ὁ τρέμων, κατεχόμενος ὑπὸ τρόμου, χεῖρες Ἱππ. περὶ Διαίτ. Ὀξ. 391· πυρετοὶ τρομώδεις, μετὰ τρόμου, ὁ αὐτ. π. Ἀγμ. 759. - Ἐπίρρ. -δῶς, Στεφάνου Σχόλ. εἰς Ἱππ. σ. 99, 118, ἔκδ. Dietz. Osann.
}}
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />tremblant.<br />'''Étymologie:''' [[τρόμος]], -ωδης.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ες / [[τρομώδης]], -ῶδες, ΝΑ [[τρόμος]]<br />αυτός που εμφανίζει [[ταχεία]] παλμική [[κίνηση]], [[τρεμουλιαστός]] (α. «[[τρομώδης]] [[φωνή]]» β. «τρομώδεες... χεῑρες», Ιπποκρ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το τρομώδες</i><br /><b>μουσ.</b> όρος που παλαιότερα ήταν σε [[χρήση]] ως συνώνυμο του βιμπράτο και δηλώνει την [[άσκηση]], στις χορδές ενός οργάνου, γρήγορων ώσεων και έλξεων ώστε να παράγονται ήχοι [[χωρίς]] [[καμιά]] [[διακοπή]] συνέχειας, αλλ. [[τρέμολο]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α. «τρομώδες [[παραλήρημα]]»<br /><b>ιατρ.</b> διανοητική [[ταραχή]] τοξικής αιτιολογίας, που προσβάλλει [[κυρίως]] τους αλκοολικούς<br />β) «[[τρομώδης]] [[παράλυση]]»<br /><b>ιατρ.</b> [[άλλη]] [[ονομασία]] για τη νόσο του Πάρκινσον. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>τρομωδῶς</i> ΜΑ<br />με τρομώδη τρόπο.
|mltxt=-ες / [[τρομώδης]], -ῶδες, ΝΑ [[τρόμος]]<br />αυτός που εμφανίζει [[ταχεία]] παλμική [[κίνηση]], [[τρεμουλιαστός]] (α. «[[τρομώδης]] [[φωνή]]» β. «τρομώδεες... χεῖρες», Ιπποκρ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το τρομώδες</i><br /><b>μουσ.</b> όρος που παλαιότερα ήταν σε [[χρήση]] ως συνώνυμο του βιμπράτο και δηλώνει την [[άσκηση]], στις χορδές ενός οργάνου, γρήγορων ώσεων και έλξεων ώστε να παράγονται ήχοι [[χωρίς]] [[καμιά]] [[διακοπή]] συνέχειας, αλλ. [[τρέμολο]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α. «τρομώδες [[παραλήρημα]]»<br /><b>ιατρ.</b> διανοητική [[ταραχή]] τοξικής αιτιολογίας, που προσβάλλει [[κυρίως]] τους αλκοολικούς<br />β) «[[τρομώδης]] [[παράλυση]]»<br /><b>ιατρ.</b> [[άλλη]] [[ονομασία]] για τη νόσο του Πάρκινσον. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>τρομωδῶς</i> ΜΑ<br />με τρομώδη τρόπο.
}}
}}

Latest revision as of 06:29, 26 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρομώδης Medium diacritics: τρομώδης Low diacritics: τρομώδης Capitals: ΤΡΟΜΩΔΗΣ
Transliteration A: tromṓdēs Transliteration B: tromōdēs Transliteration C: tromodis Beta Code: tromw/dhs

English (LSJ)

τρομῶδες, trembling, quivering, τρομώδεις ἔθνῃσκον Str.15.2.6; σάρξ Plu.2.689c; of delirious persons, χεῖρες, γλῶσσαι, Hp.Acut.42, Prorrh.1.20; πυρετοί Id.Fract. 11. Adv. τρομωδῶς Gal.7.69, Steph. in Hp. 1.99D.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
tremblant.
Étymologie: τρόμος, -ωδης.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρομώδης -ες [τρόμος] trillend, bevend (van koortsen).

German (Pape)

ες, zitternd, erschrocken, Sp.

Russian (Dvoretsky)

τρομώδης: дрожащий, трепещущий Plut.

Greek (Liddell-Scott)

τρομώδης: -ες, (εἶδος) ὁ τρέμων, κατεχόμενος ὑπὸ τρόμου, χεῖρες Ἱππ. περὶ Διαίτ. Ὀξ. 391· πυρετοὶ τρομώδεις, μετὰ τρόμου, ὁ αὐτ. π. Ἀγμ. 759. - Ἐπίρρ. -δῶς, Στεφάνου Σχόλ. εἰς Ἱππ. σ. 99, 118, ἔκδ. Dietz. Osann.

Greek Monolingual

-ες / τρομώδης, -ῶδες, ΝΑ τρόμος
αυτός που εμφανίζει ταχεία παλμική κίνηση, τρεμουλιαστός (α. «τρομώδης φωνή» β. «τρομώδεες... χεῖρες», Ιπποκρ.)
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. το τρομώδες
μουσ. όρος που παλαιότερα ήταν σε χρήση ως συνώνυμο του βιμπράτο και δηλώνει την άσκηση, στις χορδές ενός οργάνου, γρήγορων ώσεων και έλξεων ώστε να παράγονται ήχοι χωρίς καμιά διακοπή συνέχειας, αλλ. τρέμολο
2. φρ. α. «τρομώδες παραλήρημα»
ιατρ. διανοητική ταραχή τοξικής αιτιολογίας, που προσβάλλει κυρίως τους αλκοολικούς
β) «τρομώδης παράλυση»
ιατρ. άλλη ονομασία για τη νόσο του Πάρκινσον.
επίρρ...
τρομωδῶς ΜΑ
με τρομώδη τρόπο.