σφυγμώδης: Difference between revisions

From LSJ

Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand

Menander, Monostichoi, 543
(6_7)
m (LSJ1 replacement)
 
(17 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sfygmodis
|Transliteration C=sfygmodis
|Beta Code=sfugmw/dhs
|Beta Code=sfugmw/dhs
|Definition=ες, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">like the pulse</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Spir.</span>483a11</span>, v.l. in <span class="bibl">Hp.<span class="title">Art.</span>40</span>. Adv. -δῶς <span class="bibl">Anon.Lond.29.6</span>, Gal.10.334.</span>
|Definition=σφυγμῶδες, [[like the pulse]], Arist.''Spir.''483a11, [[varia lectio|v.l.]] in Hp.''Art.''40. Adv. [[σφυγμωδῶς]] Anon.Lond.29.6, Gal.10.334.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1052.png Seite 1052]] ες, mit heftigen Pulsschlägen, mit Wallungen im Blute verbunden, oder sie hervorbringend, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1052.png Seite 1052]] ες, mit heftigen Pulsschlägen, mit Wallungen im Blute verbunden, oder sie hervorbringend, Sp.
}}
{{bailly
|btext=ης, ες:<br />[[qui bat comme le pouls]].<br />'''Étymologie:''' [[σφυγμός]], -ωδης.
}}
{{elnl
|elnltext=σφυγμώδης -ες [σφυγμός] hevig kloppend (van een ontstoken wond). Hp. Fract. 25.
}}
{{elru
|elrutext='''σφυγμώδης:''' [[пульсообразный]], [[пульсирующий]] ([[κίνησις]] Arst.).
}}
{{grml
|mltxt=-ες / [[σφυγμώδης]], -ῶδες, ΝΑ [[σφυγμός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει πολλούς σφυγμούς<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «σφυγμώδες [[κενοτόπιο]]»<br /><b>βιολ.</b> ωσμωρυθμιστικό κυτταρικό [[οργανίδιο]], με τη [[μορφή]] παλλόμενης κύστης, [[συνήθως]] σφαιρικής, που απαντά στα [[πρωτόζωα]] του γλυκού νερού και σε κατώτερα [[μετάζωα]], όπως [[είναι]] οι σπόγγοι και τα [[υδρόζωα]], και το οποίο συγκεντρώνει την [[περίσσεια]] νερού από το πρωτόπλασμα και περιοδικά το αδειάζει στο [[περιβάλλον]], αλλ. συσταλτό [[κενοτόπιο]]<br /><b>αρχ.</b><br />όμοιος με σφυγμό, [[παλμώδης]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σφυγμωδῶς</i> Α<br />όπως ο [[σφυγμός]], με παλμικές κινήσεις.
}}
{{lsm
|lsmtext='''σφυγμώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), αυτός που είναι όμοιος με σφυγμό, με παλμό, σε Αριστ.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σφυγμώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] πρὸς σφυγμόν, Ἀριστ. περὶ Πνεύμ. 4, 8, Γαλην.
|lstext='''σφυγμώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] πρὸς σφυγμόν, Ἀριστ. περὶ Πνεύμ. 4, 8, Γαλην.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=σφυγμ-ώδης, ες [[εἶδος]]<br />like the [[pulse]], Arist.
}}
}}

Latest revision as of 06:29, 26 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφυγμώδης Medium diacritics: σφυγμώδης Low diacritics: σφυγμώδης Capitals: ΣΦΥΓΜΩΔΗΣ
Transliteration A: sphygmṓdēs Transliteration B: sphygmōdēs Transliteration C: sfygmodis Beta Code: sfugmw/dhs

English (LSJ)

σφυγμῶδες, like the pulse, Arist.Spir.483a11, v.l. in Hp.Art.40. Adv. σφυγμωδῶς Anon.Lond.29.6, Gal.10.334.

German (Pape)

[Seite 1052] ες, mit heftigen Pulsschlägen, mit Wallungen im Blute verbunden, oder sie hervorbringend, Sp.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
qui bat comme le pouls.
Étymologie: σφυγμός, -ωδης.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σφυγμώδης -ες [σφυγμός] hevig kloppend (van een ontstoken wond). Hp. Fract. 25.

Russian (Dvoretsky)

σφυγμώδης: пульсообразный, пульсирующий (κίνησις Arst.).

Greek Monolingual

-ες / σφυγμώδης, -ῶδες, ΝΑ σφυγμός
νεοελλ.
1. αυτός που έχει πολλούς σφυγμούς
2. φρ. «σφυγμώδες κενοτόπιο»
βιολ. ωσμωρυθμιστικό κυτταρικό οργανίδιο, με τη μορφή παλλόμενης κύστης, συνήθως σφαιρικής, που απαντά στα πρωτόζωα του γλυκού νερού και σε κατώτερα μετάζωα, όπως είναι οι σπόγγοι και τα υδρόζωα, και το οποίο συγκεντρώνει την περίσσεια νερού από το πρωτόπλασμα και περιοδικά το αδειάζει στο περιβάλλον, αλλ. συσταλτό κενοτόπιο
αρχ.
όμοιος με σφυγμό, παλμώδης.
επίρρ...
σφυγμωδῶς Α
όπως ο σφυγμός, με παλμικές κινήσεις.

Greek Monotonic

σφυγμώδης: -ες (εἶδος), αυτός που είναι όμοιος με σφυγμό, με παλμό, σε Αριστ.

Greek (Liddell-Scott)

σφυγμώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς σφυγμόν, Ἀριστ. περὶ Πνεύμ. 4, 8, Γαλην.

Middle Liddell

σφυγμ-ώδης, ες εἶδος
like the pulse, Arist.