ζημιώδης: Difference between revisions
m (LSJ1 replacement) |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=zimiodis | |Transliteration C=zimiodis | ||
|Beta Code=zhmiw/dhs | |Beta Code=zhmiw/dhs | ||
|Definition= | |Definition=ζημιῶδες, [[causing loss]], [[ruinous]], Id.''Cra.''417d, ''Lg.''650a, [[Xenophon|X.]]''[[Memorabilia|Mem.]]''3.4.11. Adv. [[ζημιωδῶς]], censured by Poll.8.147. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 06:29, 26 August 2023
English (LSJ)
ζημιῶδες, causing loss, ruinous, Id.Cra.417d, Lg.650a, X.Mem.3.4.11. Adv. ζημιωδῶς, censured by Poll.8.147.
German (Pape)
[Seite 1139] ες, Nachtheil bringend, Xen. Mem. 3, 4, 11; μισθός Plat. Legg. I, 650 a; = βλαβερός, Crat. 417 d u. A. – Adv., Poll. 8, 147.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
dommageable, ruineux.
Étymologie: ζημία, -ωδης.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ζημιώδης -ες [ζημία, -ειδης] schadelijk, rampzalig:. ἀλυσιτελές τε καὶ ζημιῶδες onvoordelig en schadelijk Xen. Mem. 3.4.11.
Russian (Dvoretsky)
ζημιώδης: приносящий вред, наносящий ущерб (βλαβερὸς καὶ ζ. Plat.; ζημιῶδες τι ἐπιτάττειν τινί Plut.): ἄνευ μισθοῦ ζημιώδους Plat. не подвергая (себя) разорительному штрафу, перен. не ставя себя в опасное положение.
Greek Monolingual
ζημιώδης, -ῶδες (Α) ζημία
αυτός που προξενεί ζημιές, ο επιζήμιος.
επίρρ...
ζημιωδῶς (Α)
με βλαβερό τρόπο, επιζήμια.
Greek Monotonic
ζημιώδης: -ες (εἶδος), αυτός που προκαλεί απώλεια ή ζημία, επιζήμιος, βλαβερός, επιβλαβής, σε Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
ζημιώδης: -ες, (εἶδος) πρόξενος ζημίας, ἐπιζήμιος, βλαβερός, Πλάτ. Κρατ. 417D, Νόμ. 650Α, Ξεν. Ἀπομν. 3. 4, 11. - Ἐπίρρ. -δῶς, ἀποδοκιμαζόμενον ὡς δίσφθεγκτον ὑπὸ τοῦ Πολυδ. Η΄, 147.
Middle Liddell
ζημι-ώδης, ες εἶδος
causing loss, ruinous, Xen.