ἡνιοχέω: Difference between revisions
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
m (LSJ1 replacement) |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=iniocheo | |Transliteration C=iniocheo | ||
|Beta Code=h(nioxe/w | |Beta Code=h(nioxe/w | ||
|Definition=Lacon. [[ἀνιοχίω]] (v. [[ἀνιοχίων]]), prose form of [[ἡνιοχεύω]], [[hold the reins]], <b class="b3">ἀνωτέρω,.. κατωτέρω ταῖς χερσίν</b> higher up or lower down, i.e. longer or shorter, X.''Eq.''7.10: c. acc., [[drive]], ἅρματα Hdt.4.193; λέοντας Luc.''DDeor.''12.2: metaph., Μουσῶν στόμαθ' ἡνιοχήσας Ar.''V.''1022; τὴν διάνοιαν Luc.''Am.''37; <b class="b3">ἔθνεα.. φρεσὶν ἡ.</b> ''Epigr.Gr.''922 (Emesa); τῆς ἱερᾶς κεφαλῆς τῆς πάντα -ούσης Lib.''Ep.''987.5; <b class="b3">βασιλεύει καὶ ἡ.</b> Plu.2.155a: rarely c. gen., συνωρίδος Pl.''Phdr.''246b:—Pass., [[ἡνιοχοῦμαι]] to [[be guided]], ib.253d, [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''6.1.29: metaph., of the months, AP77.482. | |Definition=Lacon. [[ἀνιοχίω]] (v. [[ἀνιοχίων]]), prose form of [[ἡνιοχεύω]], [[hold the reins]], <b class="b3">ἀνωτέρω,.. κατωτέρω ταῖς χερσίν</b> higher up or lower down, i.e. longer or shorter, X.''Eq.''7.10: c. acc., [[drive]], ἅρματα [[Herodotus|Hdt.]]4.193; λέοντας Luc.''DDeor.''12.2: metaph., Μουσῶν στόμαθ' ἡνιοχήσας Ar.''V.''1022; τὴν διάνοιαν Luc.''Am.''37; <b class="b3">ἔθνεα.. φρεσὶν ἡ.</b> ''Epigr.Gr.''922 (Emesa); τῆς ἱερᾶς κεφαλῆς τῆς πάντα -ούσης Lib.''Ep.''987.5; <b class="b3">βασιλεύει καὶ ἡ.</b> Plu.2.155a: rarely c. gen., συνωρίδος Pl.''Phdr.''246b:—Pass., [[ἡνιοχοῦμαι]] to [[be guided]], ib.253d, [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''6.1.29: metaph., of the months, AP77.482. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 12:02, 4 September 2023
English (LSJ)
Lacon. ἀνιοχίω (v. ἀνιοχίων), prose form of ἡνιοχεύω, hold the reins, ἀνωτέρω,.. κατωτέρω ταῖς χερσίν higher up or lower down, i.e. longer or shorter, X.Eq.7.10: c. acc., drive, ἅρματα Hdt.4.193; λέοντας Luc.DDeor.12.2: metaph., Μουσῶν στόμαθ' ἡνιοχήσας Ar.V.1022; τὴν διάνοιαν Luc.Am.37; ἔθνεα.. φρεσὶν ἡ. Epigr.Gr.922 (Emesa); τῆς ἱερᾶς κεφαλῆς τῆς πάντα -ούσης Lib.Ep.987.5; βασιλεύει καὶ ἡ. Plu.2.155a: rarely c. gen., συνωρίδος Pl.Phdr.246b:—Pass., ἡνιοχοῦμαι to be guided, ib.253d, X.Cyr.6.1.29: metaph., of the months, AP77.482.
German (Pape)
[Seite 1172] später übliche Form für das Vorige; οὐκ ἀλλοτρίων, ἀλλ' οἰκείων μουσῶν στόμαθ' ἡνιοχήσας Ar. Vesp. 1022; ἡνιοχεῦσι τὰ ἅρματα ἐς τὸν πόλεμον Her. 4, 193; c. gen., ἡμῶν ὁ ἄρχων ξυνωρίδος ἡνιοχεῖ Plat. Phaedr. 246 b; pass., ἵππος ἄπληκτος κελεύματι μόνον καὶ λόγῳ ἡνιοχεῖται 253 d; öfter bei Sp.; übertr., lenken, regieren, Μουσῶν στόματα Ar. Vesp. 1022, αὐτούς Luc. D. D. 12, 2; Anth., μηνῶν ἁνιοχεῦντο δρόμοι Ep. ad. 646 (VII, 482).
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 abs. tenir les rênes, conduire un char;
2 tr. conduire ou diriger au moyen de rênes : ἅρματα HDT des chars ; avec le gén. συνωρίδος PLAT un attelage ; fig. τὴν διάνοιαν LUC diriger la pensée (de qqn).
Étymologie: ἡνίοχος.
Russian (Dvoretsky)
ἡνιοχέω: дор. ἁνιοχέω
1 управлять вожжами, править (ἅρματα Her.; συνωρίδος Plat.; λέοντας Luc.): κελεύσματι μόνον καὶ λόγῳ ἡνιοχεῖται Plat. (хороший конь) слушается одного лишь словесного убеждения;
2 управлять, направлять (Μουσῶν στόματα Arph.; διάνοιαν Luc.): σελάνας τριετεῖς μηνῶν ἁνιοχεῦντο δρόμοι Anth. исполнилось три года.
Greek (Liddell-Scott)
ἡνιοχέω: πεζὸς τύπος τοῦ ἡνιοχεύω, κρατῶ τὰς ἡνίας, ἀνωτέρω, … κατωτέρω ταῖς χερσίν, ὑψηλότερα, χαμηλότερα, Ξεν. Ἱππ. 7, 10· μετ’ αἰτ., ἐλαύνω, ὁδηγῶ, ἅρματα Ἡρόδ. 4. 193· λέοντας Λουκ. Θεῶν Διαλ. 12. 2· μεταφ., Μουσῶν στόμαθ’ ἡνιοχήσας Ἀριστοφ. Σφηξ. 1022· τὴν διάνοιαν Λουκ. Ἔρωσ. 37· ἔθνεα … φρεσὶν ἡν Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 922· σπανίως μετὰ γεν., ἡμῶν Πλάτ. Φαίδρ. 246Β· παθ., διευθύνομαι, ὁδηγοῦμαι, αὐτόθι 253D, Ξεν. Κύρ. 6. 1, 29, Ἀνθ. Π. 7. 482.
Greek Monotonic
ἡνιοχέω: μέλ. -ήσω, πεζός τύπος του ἡνιοχεύω,
1. κρατώ τα χαλινάρια, σε Ξεν.
2. με αιτ., οδηγώ, κατευθύνω, σε Ηρόδ.· μεταφορ., διευθύνω, σε Αριστοφ. — Παθ., κατευθύνομαι, οδηγούμαι, σε Ξεν.
Middle Liddell
ἡνιοχέω, prose form of ἡνιοχεύω,]
1. to hold the reins, Xen.
2. c. acc. to drive, guide, Hdt.: metaph. to direct, Ar.:—Pass. to be guided, Xen.