λευκαθίζω: Difference between revisions
συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen
m (LSJ1 replacement) |
|||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=lefkathizo | |Transliteration C=lefkathizo | ||
|Beta Code=leukaqi/zw | |Beta Code=leukaqi/zw | ||
|Definition= | |Definition=to [[be white]], [[Herodotus|Hdt.]]8.27 (codd. opt.), ''PLeid.X.''84, ''Glossaria''; of spots on the body, [[LXX]] ''Le.''13.38; [τρίχες] λευκαθίζουσαι Babr.22.9; αἶγες χιόνι λ. Id.45.3, cf. Ael.''NA''17.8, 9; <b class="b3">λ. οἱ λόφοι</b>, of snow-clad hills, Alciphr.3.30; οἰκία λ. γύψῳ Epict.''Gnom.''43; of fluids in the eye, to [[be colourless]], Cass.''Pr.''27; of eyes, S.E.''P.''1.44:—Pass., [[λελευκαθισμένη]] [[clad in white]], [[LXX]] ''Ca.''8.5. (λευκανθ- is read in Babr., but is against the metre, also in Ael., Alciphr., Epict., Cass., and S.E., and is [[varia lectio|v.l.]] in [[Herodotus|Hdt.]]l.c., [[LXX]] ''Ca.''l.c.; cf. [[λευκαθέω]], [[ὑπολευκαθίζω]].) | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λευκαθίζω]] και, δ. γρφ., [[λευκανθίζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[είμαι]] ή [[φαίνομαι]] [[λευκός]], [[λευκάζω]], [[ασπρίζω]] («γύψῳ λευκαθίζουσαν σπουδάζειν θαυμάζεσθαι τὴν οἰκίαν», Επίκτ.)<br /><b>2.</b> (για υγρά μάτια) [[λάμπω]], [[λαμπυρίζω]] («[[ὑγρά]], διαυγῆ καὶ λευκαθίζοντα», Κασσ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λευκ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>άθω</i> ([[πρβλ]]. | |mltxt=[[λευκαθίζω]] και, δ. γρφ., [[λευκανθίζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[είμαι]] ή [[φαίνομαι]] [[λευκός]], [[λευκάζω]], [[ασπρίζω]] («γύψῳ λευκαθίζουσαν σπουδάζειν θαυμάζεσθαι τὴν οἰκίαν», Επίκτ.)<br /><b>2.</b> (για υγρά μάτια) [[λάμπω]], [[λαμπυρίζω]] («[[ὑγρά]], διαυγῆ καὶ λευκαθίζοντα», Κασσ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λευκ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>άθω</i> ([[πρβλ]]. [[αλκάθω]], [[αμυνάθω]])<br />το <i>λευκάθω</i> μεταπλάστηκε σε [[λευκαθίζω]], από το οποίο σχηματίστηκε ο τ. <i>λευκ</i>-[[ανθίζω]] με [[επίδραση]] της λ. [[ἄνθος]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:02, 4 September 2023
English (LSJ)
to be white, Hdt.8.27 (codd. opt.), PLeid.X.84, Glossaria; of spots on the body, LXX Le.13.38; [τρίχες] λευκαθίζουσαι Babr.22.9; αἶγες χιόνι λ. Id.45.3, cf. Ael.NA17.8, 9; λ. οἱ λόφοι, of snow-clad hills, Alciphr.3.30; οἰκία λ. γύψῳ Epict.Gnom.43; of fluids in the eye, to be colourless, Cass.Pr.27; of eyes, S.E.P.1.44:—Pass., λελευκαθισμένη clad in white, LXX Ca.8.5. (λευκανθ- is read in Babr., but is against the metre, also in Ael., Alciphr., Epict., Cass., and S.E., and is v.l. in Hdt.l.c., LXX Ca.l.c.; cf. λευκαθέω, ὑπολευκαθίζω.)
Greek Monolingual
λευκαθίζω και, δ. γρφ., λευκανθίζω (Α)
1. είμαι ή φαίνομαι λευκός, λευκάζω, ασπρίζω («γύψῳ λευκαθίζουσαν σπουδάζειν θαυμάζεσθαι τὴν οἰκίαν», Επίκτ.)
2. (για υγρά μάτια) λάμπω, λαμπυρίζω («ὑγρά, διαυγῆ καὶ λευκαθίζοντα», Κασσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο)- + -άθω (πρβλ. αλκάθω, αμυνάθω)
το λευκάθω μεταπλάστηκε σε λευκαθίζω, από το οποίο σχηματίστηκε ο τ. λευκ-ανθίζω με επίδραση της λ. ἄνθος.