τριώροφος: Difference between revisions

From LSJ

πάλαι ποτ' ἦσαν ἄλκιμοι Μιλήσιοι → the Milesians were mighty once

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (LSJ1 replacement)
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=triorofos
|Transliteration C=triorofos
|Beta Code=triw/rofos
|Beta Code=triw/rofos
|Definition=ον, (ὄροφος) <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[of three stories]] or [[floors]], <span class="bibl">Hdt.1.180</span> (v.l. [[-ορ-]]), <span class="bibl">LXX <span class="title">Ge.</span>6.16</span>; οἰκίαι <span class="bibl">Aristid. <span class="title">Or.</span>27(16).20</span>; οἰκήματα <span class="bibl">Ph.2.143</span>; πύργοι <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span>13.8.2</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b3">τὸ τ</b>., = [[τρίστεγον]], [[third story]], <span class="bibl">LXX <span class="title">3 Ki.</span>6.13(8)</span>, in pl. τρῐ-ώρῠγος, ον, (ὄργυια) [[of three fathoms]], restored in <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>6.1.52</span> by L. Dind. from the best codd. (which have [[τριώρων]] or [[τριώρυον]]), others having <b class="b3">τριόργυ (ι) ον</b>: cf. <b class="b3">διώρυγος, πεντώρυγος</b>.</span>
|Definition=τριώροφον, ([[ὄροφος]])<br><span class="bld">A</span> [[of three stories]] or [[of three floors]], [[Herodotus|Hdt.]]1.180 ([[varia lectio|v.l.]] [[τριόροφος]]), [[LXX]] ''Ge.''6.16; οἰκίαι Aristid. ''Or.''27(16).20; οἰκήματα Ph.2.143; πύργοι J.''AJ''13.8.2.<br><span class="bld">II</span> τὸ [[τριώροφον]] = [[τρίστεγον]], [[third story]], [[LXX]] ''3 Ki.''6.13(8), in plural [[τριώρυγος|τρῐώρῠγος]], ον, ([[ὄργυια]]) [[of three fathoms]], restored in [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''6.1.52 by L. Dind. from the best codd. (which have [[τριώρων]] or [[τριώρυον]]), others having [[τριόργυον]], [[τριόργυιον]]: cf. [[διώρυγος]], [[πεντώρυγος]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[à trois étages]].<br />'''Étymologie:''' [[τρεῖς]], [[ὄροφος]].
}}
{{pape
|ptext=<i>von drei [[Stockwerken]], [[dreistöckig]]</i>, Her. 1.180, [[varia lectio|v.l.]] [[τριόροφος]].
}}
{{elru
|elrutext='''τρῐώροφος:''' [[трехярусный]], [[трехэтажный]] ([[οἰκία]] Her.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τριώροφος''': -ον, ([[ὄροφος]]) ὁ ἀποτελούμενος ἐκ τριῶν ὀροφῶν ἢ πατωμάτων, Ἡρόδ. 1. 180, Ἑβδ. (Γεν. ϛʹ, 16)· ἐπὶ πλοίου, Ἀριστείδ. 1. 240. ΙΙ. τὸ τρ. = τρίστεγον, τὸ τρίτον πάτωμα, Ἑβδ. (Γ΄ Βασ. ϛʹ, 8).
|lstext='''τριώροφος''': -ον, ([[ὄροφος]]) ὁ ἀποτελούμενος ἐκ τριῶν ὀροφῶν ἢ πατωμάτων, Ἡρόδ. 1. 180, Ἑβδ. (Γεν. ϛʹ, 16)· ἐπὶ πλοίου, Ἀριστείδ. 1. 240. ΙΙ. τὸ τρ. = τρίστεγον, τὸ τρίτον πάτωμα, Ἑβδ. (Γ΄ Βασ. ϛʹ, 8).
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />à trois étages.<br />'''Étymologie:''' [[τρεῖς]], [[ὄροφος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 21: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τριώροφος:''' -ον ([[ὄροφος]]), αυτός που αποτελείται από [[τρεις]] ορόφους ή πατώματα, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''τριώροφος:''' -ον ([[ὄροφος]]), αυτός που αποτελείται από [[τρεις]] ορόφους ή πατώματα, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''τρῐώροφος:''' трехярусный, трехэтажный ([[οἰκία]] Her.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
Line 30: Line 33:
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[with three storeys]]
|woodrun=[[with three storeys]]
}}
{{mantoulidis
|mantxt=Ἀπό τό τρι + [[ἐρέφω]] (=[[στεγάζω]]), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, [[καθώς]] καί στή λέξη [[τρίαινα]].
}}
}}

Latest revision as of 12:02, 4 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐώροφος Medium diacritics: τριώροφος Low diacritics: τριώροφος Capitals: ΤΡΙΩΡΟΦΟΣ
Transliteration A: triṓrophos Transliteration B: triōrophos Transliteration C: triorofos Beta Code: triw/rofos

English (LSJ)

τριώροφον, (ὄροφος)
A of three stories or of three floors, Hdt.1.180 (v.l. τριόροφος), LXX Ge.6.16; οἰκίαι Aristid. Or.27(16).20; οἰκήματα Ph.2.143; πύργοι J.AJ13.8.2.
II τὸ τριώροφον = τρίστεγον, third story, LXX 3 Ki.6.13(8), in plural τρῐώρῠγος, ον, (ὄργυια) of three fathoms, restored in X.Cyr.6.1.52 by L. Dind. from the best codd. (which have τριώρων or τριώρυον), others having τριόργυον, τριόργυιον: cf. διώρυγος, πεντώρυγος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à trois étages.
Étymologie: τρεῖς, ὄροφος.

German (Pape)

von drei Stockwerken, dreistöckig, Her. 1.180, v.l. τριόροφος.

Russian (Dvoretsky)

τρῐώροφος: трехярусный, трехэтажный (οἰκία Her.).

Greek (Liddell-Scott)

τριώροφος: -ον, (ὄροφος) ὁ ἀποτελούμενος ἐκ τριῶν ὀροφῶν ἢ πατωμάτων, Ἡρόδ. 1. 180, Ἑβδ. (Γεν. ϛʹ, 16)· ἐπὶ πλοίου, Ἀριστείδ. 1. 240. ΙΙ. τὸ τρ. = τρίστεγον, τὸ τρίτον πάτωμα, Ἑβδ. (Γ΄ Βασ. ϛʹ, 8).

Greek Monolingual

-η, -ο / τριώροφος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που έχει τρεις ορόφους, τρία πατώματα (α. «τριώροφη κατοικία» γ. «ἄστυ... πλῆρες οἰκιέων τριωρόφων», Ηρόδ.)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το τριώροφο
σπίτι με τρία πατώματα
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. το τρίτο πάτωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -ώροφος (< ὄροφος), πρβλ. τετρα-ώροφος. Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].

Greek Monotonic

τριώροφος: -ον (ὄροφος), αυτός που αποτελείται από τρεις ορόφους ή πατώματα, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

τρι-ώροφος, ον, ὄροφος
of three stories or floors, Hdt.

English (Woodhouse)

with three storeys

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό τρι + ἐρέφω (=στεγάζω), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη τρίαινα.