Ἰνδικός: Difference between revisions
ἀλλ’ οὔτε πολλὰ τραύματ’ ἐν στέρνοις λαβὼν θνῄσκει τις, εἰ μὴ τέρμα συντρέχοι βίου, οὔτ’ ἐν στέγῃ τις ἥμενος παρ’ ἑστίᾳ φεύγει τι μᾶλλον τὸν πεπρωμένον μόρον → But a man will not die, even though he has been wounded repeatedly in the chest, should the appointed end of his life not have caught up with him; nor can one who sits beside his hearth at home escape his destined death any the more
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=Indikos | |Transliteration C=Indikos | ||
|Beta Code=*)indiko/s | |Beta Code=*)indiko/s | ||
|Definition= | |Definition=Ἰνδική, Ἰνδικόν, ''Indian'':<br><span class="bld">A</span> ἡ Ἰ. χώρη [[Herodotus|Hdt.]]3.98: Sup. Ἰνδικώτατος Philostr. ''VA''1.10:—fem. Ἰνδίς, ίδος, [[falsa lectio|f.l.]] in [[Nonnus Epicus|Nonn.]] ''[[Dionysiaca|D.]]'' 17.377.<br><span class="bld">II</span> <b class="b3">Ἰνδικὸν φάρμακον</b> a kind of [[pepper]], Hp.''Mul.''1.81; but, [[indigo]] (cf. infr. 2), ''PHolm.''11.2; also called <b class="b3">ἰ. μέλαν</b> ib.9.8.<br><span class="bld">2</span> the plant [[indigo]], [[Indigofera tinctoria]], Dsc.5.92.<br><span class="bld">3</span> name of an [[eyesalve]], Gal.12.780, al. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />de l'Inde, indien ; ἡ Ἰνδική ([[χώρα]]) l'Inde.<br />'''Étymologie:''' [[Ἰνδία]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''Ἰνδικός''': -ή, -όν, ἀνήκων εἰς τοὺς Ἰνδούς· ἡ Ἰνδικὴ [[χώρα]] Ἡρόδ. 3. 98· [[ὡσαύτως]] θηλ. Ἰνδίς, ίδος, Νόνν. Δ. 17. 377. ΙΙ. Ἰνδικὸν [[φάρμακον]], [[εἶδος]] πεπέρεως, Ἱππ. 630. 38, πρβλ. 573. 53. 2) ὡς οὐσ. τὸ ἰνδικόν, ὕλη βαφικὴ κυανόχρους, κοινῶς «λουλάκι», Διοσκ. 5. 101. -Ὑπερθετ. Ἰνδικώτατος, λίθους.. τῶν Ἰνδικωτάτων καὶ θαυμασίων Φιλόστρ. 11 (σ. 9 ἔκδ. Cayser). | |lstext='''Ἰνδικός''': -ή, -όν, ἀνήκων εἰς τοὺς Ἰνδούς· ἡ Ἰνδικὴ [[χώρα]] Ἡρόδ. 3. 98· [[ὡσαύτως]] θηλ. Ἰνδίς, ίδος, Νόνν. Δ. 17. 377. ΙΙ. Ἰνδικὸν [[φάρμακον]], [[εἶδος]] πεπέρεως, Ἱππ. 630. 38, πρβλ. 573. 53. 2) ὡς οὐσ. τὸ ἰνδικόν, ὕλη βαφικὴ κυανόχρους, κοινῶς «λουλάκι», Διοσκ. 5. 101. -Ὑπερθετ. Ἰνδικώτατος, λίθους.. τῶν Ἰνδικωτάτων καὶ θαυμασίων Φιλόστρ. 11 (σ. 9 ἔκδ. Cayser). | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Latest revision as of 12:03, 4 September 2023
English (LSJ)
Ἰνδική, Ἰνδικόν, Indian:
A ἡ Ἰ. χώρη Hdt.3.98: Sup. Ἰνδικώτατος Philostr. VA1.10:—fem. Ἰνδίς, ίδος, f.l. in Nonn. D. 17.377.
II Ἰνδικὸν φάρμακον a kind of pepper, Hp.Mul.1.81; but, indigo (cf. infr. 2), PHolm.11.2; also called ἰ. μέλαν ib.9.8.
2 the plant indigo, Indigofera tinctoria, Dsc.5.92.
3 name of an eyesalve, Gal.12.780, al.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
de l'Inde, indien ; ἡ Ἰνδική (χώρα) l'Inde.
Étymologie: Ἰνδία.
Greek (Liddell-Scott)
Ἰνδικός: -ή, -όν, ἀνήκων εἰς τοὺς Ἰνδούς· ἡ Ἰνδικὴ χώρα Ἡρόδ. 3. 98· ὡσαύτως θηλ. Ἰνδίς, ίδος, Νόνν. Δ. 17. 377. ΙΙ. Ἰνδικὸν φάρμακον, εἶδος πεπέρεως, Ἱππ. 630. 38, πρβλ. 573. 53. 2) ὡς οὐσ. τὸ ἰνδικόν, ὕλη βαφικὴ κυανόχρους, κοινῶς «λουλάκι», Διοσκ. 5. 101. -Ὑπερθετ. Ἰνδικώτατος, λίθους.. τῶν Ἰνδικωτάτων καὶ θαυμασίων Φιλόστρ. 11 (σ. 9 ἔκδ. Cayser).
Greek Monotonic
Ἰνδικός: -ή, -όν (Ἰνδός), Ινδικός, σε Ηρόδ. κ.λπ.