προαποθνήσκω: Difference between revisions
τίς ἥδε κραυγὴ καὶ δόμων περίστασις; → what means this uproar and thronging about the house, what means the crowd standing round the house?
(34) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=proapothnisko | |Transliteration C=proapothnisko | ||
|Beta Code=proapoqnh/skw | |Beta Code=proapoqnh/skw | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> [[die before]] or [[first]], [[Herodotus|Hdt.]]2.1, App. ''Mith.''117; <b class="b3">π. τῆς γηραιοῦ τελευτῆς</b> [[die before]] old age, Antipho 4.1.2; of a coward, <b class="b3">π. ὑπὸ τοῦ φόβου</b>, i.e. before his time, [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''3.1.25; π. τῷ δέει Ph.2.68; π. πρὶν ἐντὸς βέλους γενέσθαι Luc.''Anach.''25.<br><span class="bld">II</span> [[die on behalf]] or [[in defence of]], ὑπὲρ τῆς βασιλείας [[Plato|Pl.]]''[[Symposium|Smp.]]'' 208d; τῶν τέκνων Arist.''EE''1235a34; κύνες π. τῶν δεσποτῶν Ph.2.200. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=προαποθνῄσκω ΝΜΑ<br />[[πεθαίνω]] πρωτύτερα ή [[πεθαίνω]] [[πρώτος]] («ἵνα μὴ σπάνει τῶν ἀναγκαίων προαποθνήσκοιμεν τῆς γηραιού τελευτῆς», Αντιφ.)<br /><b>αρχ.</b><br />[[πεθαίνω]] υπερασπιζόμενος κάποιον. | |mltxt=προαποθνῄσκω ΝΜΑ<br />[[πεθαίνω]] πρωτύτερα ή [[πεθαίνω]] [[πρώτος]] («ἵνα μὴ σπάνει τῶν ἀναγκαίων προαποθνήσκοιμεν τῆς γηραιού τελευτῆς», Αντιφ.)<br /><b>αρχ.</b><br />[[πεθαίνω]] υπερασπιζόμενος κάποιον. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''προαποθνήσκω:''' μέλ. <i>-θᾰνοῦμαι</i>, αόρ. βʹ <i>-έθᾰνον</i>· [[πεθαίνω]] εκ των προτέρων ή [[πρώτος]], σε Ηρόδ., Πλάτ.· λέγεται για δειλό άνθρωπο, [[προαποθνήσκω]] ἀπὸ τοῦ φόβου, δηλ. [[πριν]] από τον πραγματικό του θάνατο, σε Ξεν. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=fut. -θᾰνοῦμαι aor2 -έθᾰνον<br />to die [[before]] or [[first]], Hdt., Plat.; of a [[coward]], πρ. ἀπὸ τοῦ φόβου, i. e. [[before]] his [[real]] [[death]], Xen. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:03, 4 September 2023
English (LSJ)
A die before or first, Hdt.2.1, App. Mith.117; π. τῆς γηραιοῦ τελευτῆς die before old age, Antipho 4.1.2; of a coward, π. ὑπὸ τοῦ φόβου, i.e. before his time, X.Cyr.3.1.25; π. τῷ δέει Ph.2.68; π. πρὶν ἐντὸς βέλους γενέσθαι Luc.Anach.25.
II die on behalf or in defence of, ὑπὲρ τῆς βασιλείας Pl.Smp. 208d; τῶν τέκνων Arist.EE1235a34; κύνες π. τῶν δεσποτῶν Ph.2.200.
German (Pape)
[Seite 708] (s. θνήσκω), vorher sterben; Plat. Conv. 208 d; ἀπὸ τοῦ φόβου, Xen. Cyr. 3, 1, 25; τῆς γηραιοῦ τελευτῆς, vor dem Ende im hohen Alter, Antiph. 4 α 2, Folgde, wie Pol. 3, 12, 4; Plut. u. A.
Greek (Liddell-Scott)
προαποθνήσκω: μέλλ. -θανοῦμαι, ἀποθνήσκω πρότερον ἢ πρῶτος, Ἡρόδ. 2. 1· ὑπέρ τινος Πλάτ. Συμπ. 208D· πρ. τῆς γηραιοῦ τελευτῆς, ἀποθνήσκω πρὸ τοῦ νὰ γηράσω, Ἀντιφῶν 125. 25· ἐπὶ δειλῶν ἀνθρώπων, ἔνιοι γὰρ φοβούμενοι μὴ ληφθέντες ἀποθάνωσιν ὑπὸ τοῦ φόβου προαποθνήσκουσι Ξεν. Κύρ. 3. 1, 25.
Greek Monolingual
προαποθνῄσκω ΝΜΑ
πεθαίνω πρωτύτερα ή πεθαίνω πρώτος («ἵνα μὴ σπάνει τῶν ἀναγκαίων προαποθνήσκοιμεν τῆς γηραιού τελευτῆς», Αντιφ.)
αρχ.
πεθαίνω υπερασπιζόμενος κάποιον.
Greek Monotonic
προαποθνήσκω: μέλ. -θᾰνοῦμαι, αόρ. βʹ -έθᾰνον· πεθαίνω εκ των προτέρων ή πρώτος, σε Ηρόδ., Πλάτ.· λέγεται για δειλό άνθρωπο, προαποθνήσκω ἀπὸ τοῦ φόβου, δηλ. πριν από τον πραγματικό του θάνατο, σε Ξεν.
Middle Liddell
fut. -θᾰνοῦμαι aor2 -έθᾰνον
to die before or first, Hdt., Plat.; of a coward, πρ. ἀπὸ τοῦ φόβου, i. e. before his real death, Xen.