Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τριτημόριος: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ ζῆν ἀλύπως ἀνδρός ἐστιν εὐτυχοῦς → Satis beati est esse sine maeroribus → Ein Leben ohne Leid führt nur, wer glücklich ist

Menander, Monostichoi, 509
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=tritimorios
|Transliteration C=tritimorios
|Beta Code=trithmo/rios
|Beta Code=trithmo/rios
|Definition=α, ον (ος, ον v. infr.), <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[equal to a third part]], c. gen., τριτημορίη ἡ Ἀσσυρίη τῆς ἄλλης Ἀσίης <span class="bibl">Hdt. 1.192</span>; <b class="b3">ἡ τριτημόριος [δίεσις</b>] <span class="bibl">Cleonid.<span class="title">Harm.</span>7</span>; λόγος τ. [[a ratio of]] ''1'':<span class="bibl">3</span>, Theo Sm. p.76H. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> as [[substantive]], τριτημόριον, τό, [[third part]], <span class="bibl">Hdt.9.34</span>, <span class="bibl">Th. 2.98</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Phd.</span>105b</span>, <span class="bibl">Euc.<span class="title">Sect.Can.</span>6</span>, etc. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[a coin]], = [[τριταρτημόριον]], <span class="bibl">Poll.9.65</span>.</span>
|Definition=α, ον (ος, ον v. infr.),<br><span class="bld">A</span> [[equal to a third part]], c. gen., τριτημορίη ἡ Ἀσσυρίη τῆς ἄλλης Ἀσίης [[Herodotus|Hdt.]] 1.192; <b class="b3">ἡ τριτημόριος [δίεσις]</b> Cleonid.''Harm.''7; λόγος τ. a [[ratio of 1:3]], Theo Sm. p.76H.<br><span class="bld">II</span> as [[substantive]], τριτημόριον, τό, [[third part]], [[Herodotus|Hdt.]]9.34, Th. 2.98, [[Plato|Pl.]]''[[Phaedo|Phd.]]'' 105b, Euc.''Sect.Can.''6, etc.<br><span class="bld">2</span> a [[coin]], = [[τριταρτημόριον]], Poll.9.65.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=τριτημόριος -α -ον [τρίτος, μόριον] een derde deel uitmakend; subst. τὸ τριτημόριον het derde deel; als munt driekwart obool.
|elnltext=τριτημόριος -α -ον &#91;[[τρίτος]], [[μόριον]]] een derde deel uitmakend; subst. τὸ τριτημόριον het derde deel; als munt driekwart obool.
}}
{{pape
|ptext=3 Endg., <i>den dritten [[Teil]] [[haltend]], [[ausmachend]]</i>; τριτημορίη ἡ [[Ἀσσυρίη]] τῆς ἄλλης Ἀσίης, Her. 1.192.
}}
}}
{{elru
{{elru

Latest revision as of 12:03, 4 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐτημόριος Medium diacritics: τριτημόριος Low diacritics: τριτημόριος Capitals: ΤΡΙΤΗΜΟΡΙΟΣ
Transliteration A: tritēmórios Transliteration B: tritēmorios Transliteration C: tritimorios Beta Code: trithmo/rios

English (LSJ)

α, ον (ος, ον v. infr.),
A equal to a third part, c. gen., τριτημορίη ἡ Ἀσσυρίη τῆς ἄλλης Ἀσίης Hdt. 1.192; ἡ τριτημόριος [δίεσις] Cleonid.Harm.7; λόγος τ. a ratio of 1:3, Theo Sm. p.76H.
II as substantive, τριτημόριον, τό, third part, Hdt.9.34, Th. 2.98, Pl.Phd. 105b, Euc.Sect.Can.6, etc.
2 a coin, = τριταρτημόριον, Poll.9.65.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui contient ou forme le tiers d'une chose ; τὸ τριτημόριον le tiers d'une ch.
Étymologie: τρίτος, μόρος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τριτημόριος -α -ον [τρίτος, μόριον] een derde deel uitmakend; subst. τὸ τριτημόριον het derde deel; als munt driekwart obool.

German (Pape)

3 Endg., den dritten Teil haltend, ausmachend; τριτημορίη ἡ Ἀσσυρίη τῆς ἄλλης Ἀσίης, Her. 1.192.

Russian (Dvoretsky)

τρῐτημόριος: составляющий третью часть Her.

Greek (Liddell-Scott)

τρῐτημόριος: -α, -ον, ἴσος πρὸς τὸ τρίτον μέρος, μετὰ γεν., τριτημορίη ἡ Ἀσσυρίη τῆς ἄλλης Ἀσίης Ἡρόδ. 1. 192. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., τριτημόριον, τό, τὸ τρίτον μέρος, τὸ ἓν τρίτον, Ἡρόδ. 9. 34, Θουκ. 2. 98, Πλάτ., κλπ· πρβλ. τριπλάσιος ΙΙ. 2) νόμισμα ἰσοδύναμον πρὸς ἓξ χαλκοῦς, Πολυδ. Θ΄, 65, 66 πρβλ. τριτήμορον. 3) ἐν τῇ Μουσικῇ τὸ τρίτον τοῦ τόνου, Chappell Anc. Mus. σ. 203.

Greek Monolingual

-α, -ο / τριτημόριος, -ον, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ουδ. τριταμόριον Α
1. αυτός που αποτελεί το ένα τρίτο ενός συνόλου
2. το ουδ. ως ουσ. το τριτημόριο(ν)
α) το ένα τρίτο, καθένα από τα τρία ίσα μέρη ενός συνόλου
β) μουσ. το ένα τρίτο του τόνου
μσν.
1. ο τριμερής, αυτός που αποτελείται από τρία μέρη
2. το αρσ. ως ουσ.τριτημόριος
τιμαριούχος που κατέβαλλε στον επικυρίαρχο το ένα τρίτο τών εισοδημάτων από το τιμάριό του, καθώς και ο πάροικος που κατέβαλλε το ένα τρίτο της παραγωγής τών γαιών που καλλιεργούσε
αρχ.
ο ίσος προς το ένα τρίτο ενός όλου («τριτημορίη ἡ Ἀσσυρίη τῆς ἄλλης Ἀσίης», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρίτος + μόριον (< μόρος), πρβλ. πολλοστημόριος.

Greek Monotonic

τρῐτημόριος: -α, -ον (μόριον
I. ίσος προς το τρίτο μέρος, με γεν., σε Ηρόδ.
II. ως ουσ., τριτημόριον, τό, το τρίτο μέρος, το 1/3, στον ίδ., Θουκ. κ.λπ.

Middle Liddell

τρῐτη-μόριος, η, ον μόριον
I. forming a third part of, c. gen., Hdt.
II. as substantive, τριτημόριον, ου, a third part, a third, Hdt., Thuc., etc.