προσκηδής: Difference between revisions
Ἐρωτώμενος διὰ τί ὀλίγους ἔχει μαθητάς, ἔφη ὅτι ἀργυρέᾳ αὐτοὺς ἐκβάλλω ῥάβδῳ → When asked why he had so few pupils, he replied ‘I chase them away with a silver stick (Diogenes Laertius 6.4.5, on the philosopher Antisthenes)
m (Text replacement - "perh." to "perhaps") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(10 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=proskidis | |Transliteration C=proskidis | ||
|Beta Code=proskhdh/s | |Beta Code=proskhdh/s | ||
|Definition= | |Definition=προσκηδές, ([[κῆδος]])<br><span class="bld">A</span> [[bringing into alliance]] or [[kindred]], ξεινοσύνη Od.21.35: but perhaps [[kindly]], as in A.R.3.588.<br><span class="bld">II</span> [[connected]] by marriage, τινι [[Herodotus|Hdt.]]8.136; προσκηδέες [[kinsfolk]], AP7.444 (Theaet.), A.R.4.717 (but perhaps [[careworn]]). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0769.png Seite 769]] ές, 1) verwandt, vertraut machend, ξεινοσύνη, Od. 21, 35, nach Andern vorsorglich, liebevoll. – 2) verwandt, verschwägert, τινί, Her. 8, 136; Ap. Rh. 3, 388. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0769.png Seite 769]] ές, 1) verwandt, vertraut machend, ξεινοσύνη, Od. 21, 35, nach Andern vorsorglich, liebevoll. – 2) verwandt, verschwägert, τινί, Her. 8, 136; Ap. Rh. 3, 388. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> [[qui se préoccupe de]], [[attentif]], [[diligent]];<br /><b>2</b> uni par la parenté à, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[κῆδος]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=προσκηδής -ές [[[πρός]], [[κῆδος]]] [[hartelijk]]:. ἀρχὴν ξεινοσύνης προσκηδέος het begin van hartelijke gastvriendschap Od. 21.35. verwant:. ὅτι οἱ προσκηδέες οἱ Πέρσαι ἦσαν omdat hij familiebanden met de Perzen had Hdt. 8.136.1. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προσκηδής:'''<br /><b class="num">1</b> [[заботливый]], [[сердечный]] ([[ξεινοσύνη]] Hom.);<br /><b class="num">2</b> [[связанный родством]], [[родственный]] (τινι Her.): (οἱ) προσκηδέες Anth. родные, родственники. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προσκηδής''': -ές, ([[κῆδος]]), [[πρόξενος]] οἰκειότητος καὶ στενῆς φιλίας, ξεινοσύνης προσκυδέος «κηδεμονικῆς» (Εὐστ.), Ὀδ. Φ. 35 πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 588. ΙΙ. συγγενὴς [[πρός]] τινα, τινι Ἡρόδ. 8. 136· προσκηδέες, οἱ συγγενεῖς, Ἀνθ. Π. 7. 444. | |lstext='''προσκηδής''': -ές, ([[κῆδος]]), [[πρόξενος]] οἰκειότητος καὶ στενῆς φιλίας, ξεινοσύνης προσκυδέος «κηδεμονικῆς» (Εὐστ.), Ὀδ. Φ. 35 πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 588. ΙΙ. συγγενὴς [[πρός]] τινα, τινι Ἡρόδ. 8. 136· προσκηδέες, οἱ συγγενεῖς, Ἀνθ. Π. 7. 444. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές, Α<br /><b>1.</b> αυτός που προκαλεί [[οικειότητα]] και στενή [[φιλία]]<br /><b>2.</b> ο [[λεπτός]] στους τρόπους και ο [[ευγενικός]] στη [[συμπεριφορά]]<br /><b>3.</b> [[συγγένεια]] από [[αγχιστεία]]<br /><b>4.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ προσκηδέες</i><br />οι συγγενείς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κηδής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κῆδος]] «[[φροντίδα]], [[συγγένεια]]»), | |mltxt=-ές, Α<br /><b>1.</b> αυτός που προκαλεί [[οικειότητα]] και στενή [[φιλία]]<br /><b>2.</b> ο [[λεπτός]] στους τρόπους και ο [[ευγενικός]] στη [[συμπεριφορά]]<br /><b>3.</b> [[συγγένεια]] από [[αγχιστεία]]<br /><b>4.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ προσκηδέες</i><br />οι συγγενείς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κηδής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κῆδος]] «[[φροντίδα]], [[συγγένεια]]»), [[πρβλ]]. [[ἀποκηδής]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''προσκηδής:''' -ές ([[κῆδος]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που προξενεί [[οικειότητα]] και [[στενή]] [[φιλία]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> [[συγγενής]], [[συγγενικός]], <i>τινί</i>, σε Ηρόδ.· <i>προσκηθέες</i>, οι συγγενείς, σε Ανθ. | |lsmtext='''προσκηδής:''' -ές ([[κῆδος]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που προξενεί [[οικειότητα]] και [[στενή]] [[φιλία]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> [[συγγενής]], [[συγγενικός]], <i>τινί</i>, σε Ηρόδ.· <i>προσκηθέες</i>, οι συγγενείς, σε Ανθ. | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym |
Latest revision as of 12:05, 4 September 2023
English (LSJ)
προσκηδές, (κῆδος)
A bringing into alliance or kindred, ξεινοσύνη Od.21.35: but perhaps kindly, as in A.R.3.588.
II connected by marriage, τινι Hdt.8.136; προσκηδέες kinsfolk, AP7.444 (Theaet.), A.R.4.717 (but perhaps careworn).
German (Pape)
[Seite 769] ές, 1) verwandt, vertraut machend, ξεινοσύνη, Od. 21, 35, nach Andern vorsorglich, liebevoll. – 2) verwandt, verschwägert, τινί, Her. 8, 136; Ap. Rh. 3, 388.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 qui se préoccupe de, attentif, diligent;
2 uni par la parenté à, τινι.
Étymologie: πρός, κῆδος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσκηδής -ές [πρός, κῆδος] hartelijk:. ἀρχὴν ξεινοσύνης προσκηδέος het begin van hartelijke gastvriendschap Od. 21.35. verwant:. ὅτι οἱ προσκηδέες οἱ Πέρσαι ἦσαν omdat hij familiebanden met de Perzen had Hdt. 8.136.1.
Russian (Dvoretsky)
προσκηδής:
1 заботливый, сердечный (ξεινοσύνη Hom.);
2 связанный родством, родственный (τινι Her.): (οἱ) προσκηδέες Anth. родные, родственники.
Greek (Liddell-Scott)
προσκηδής: -ές, (κῆδος), πρόξενος οἰκειότητος καὶ στενῆς φιλίας, ξεινοσύνης προσκυδέος «κηδεμονικῆς» (Εὐστ.), Ὀδ. Φ. 35 πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 588. ΙΙ. συγγενὴς πρός τινα, τινι Ἡρόδ. 8. 136· προσκηδέες, οἱ συγγενεῖς, Ἀνθ. Π. 7. 444.
Greek Monolingual
-ές, Α
1. αυτός που προκαλεί οικειότητα και στενή φιλία
2. ο λεπτός στους τρόπους και ο ευγενικός στη συμπεριφορά
3. συγγένεια από αγχιστεία
4. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ προσκηδέες
οι συγγενείς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + -κηδής (< κῆδος «φροντίδα, συγγένεια»), πρβλ. ἀποκηδής)].
Greek Monotonic
προσκηδής: -ές (κῆδος),
I. αυτός που προξενεί οικειότητα και στενή φιλία, σε Ομήρ. Οδ.
II. συγγενής, συγγενικός, τινί, σε Ηρόδ.· προσκηθέες, οι συγγενείς, σε Ανθ.
Frisk Etymological English
See also: s. κῆδος.
Middle Liddell
προσ-κηδής, ές κῆδος
I. bringing into alliance or kindred, or, as others, kind, affectionate, Od.
II. akin to, τινί Hdt.; προσκηδέες kinsfolk, Anth.
Frisk Etymology German
προσκηδής: {proskēdḗs}
See also: s. κῆδος.
Page 2,601