προσκηδής: Difference between revisions

From LSJ

μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation

Source
(13_3)
m (LSJ1 replacement)
 
(25 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=proskidis
|Transliteration C=proskidis
|Beta Code=proskhdh/s
|Beta Code=proskhdh/s
|Definition=ές, (κῆδος) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">bringing into alliance</b> or <b class="b2">kindred</b>, ξεινοσύνη <span class="bibl">Od.21.35</span>: but perh. <b class="b2">kindly</b>, as in <span class="bibl">A.R.3.588</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">connected</b> by marriage, τινι <span class="bibl">Hdt.8.136</span>; προσκηδέες <b class="b2">kinsfolk</b>, AP7.444 (Theaet.), <span class="bibl">A.R.4.717</span> (but perh. <b class="b2">careworn</b>).</span>
|Definition=προσκηδές, ([[κῆδος]])<br><span class="bld">A</span> [[bringing into alliance]] or [[kindred]], ξεινοσύνη Od.21.35: but perhaps [[kindly]], as in A.R.3.588.<br><span class="bld">II</span> [[connected]] by marriage, τινι [[Herodotus|Hdt.]]8.136; προσκηδέες [[kinsfolk]], AP7.444 (Theaet.), A.R.4.717 (but perhaps [[careworn]]).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0769.png Seite 769]] ές, 1) verwandt, vertraut machend, ξεινοσύνη, Od. 21, 35, nach Andern vorsorglich, liebevoll. – 2) verwandt, verschwägert, τινί, Her. 8, 136; Ap. Rh. 3, 388.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0769.png Seite 769]] ές, 1) verwandt, vertraut machend, ξεινοσύνη, Od. 21, 35, nach Andern vorsorglich, liebevoll. – 2) verwandt, verschwägert, τινί, Her. 8, 136; Ap. Rh. 3, 388.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> [[qui se préoccupe de]], [[attentif]], [[diligent]];<br /><b>2</b> uni par la parenté à, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[κῆδος]].
}}
{{elnl
|elnltext=προσκηδής -ές &#91;[[πρός]], [[κῆδος]]] [[hartelijk]]:. ἀρχὴν ξεινοσύνης προσκηδέος het begin van hartelijke gastvriendschap Od. 21.35. verwant:. ὅτι οἱ προσκηδέες οἱ Πέρσαι ἦσαν omdat hij familiebanden met de Perzen had Hdt. 8.136.1.
}}
{{elru
|elrutext='''προσκηδής:'''<br /><b class="num">1</b> [[заботливый]], [[сердечный]] ([[ξεινοσύνη]] Hom.);<br /><b class="num">2</b> [[связанный родством]], [[родственный]] (τινι Her.): (οἱ) προσκηδέες Anth. родные, родственники.
}}
{{ls
|lstext='''προσκηδής''': -ές, ([[κῆδος]]), [[πρόξενος]] οἰκειότητος καὶ στενῆς φιλίας, ξεινοσύνης προσκυδέος «κηδεμονικῆς» (Εὐστ.), Ὀδ. Φ. 35 πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 588. ΙΙ. συγγενὴς [[πρός]] τινα, τινι Ἡρόδ. 8. 136· προσκηδέες, οἱ συγγενεῖς, Ἀνθ. Π. 7. 444.
}}
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br /><b>1.</b> αυτός που προκαλεί [[οικειότητα]] και στενή [[φιλία]]<br /><b>2.</b> ο [[λεπτός]] στους τρόπους και ο [[ευγενικός]] στη [[συμπεριφορά]]<br /><b>3.</b> [[συγγένεια]] από [[αγχιστεία]]<br /><b>4.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ προσκηδέες</i><br />οι συγγενείς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κηδής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κῆδος]] «[[φροντίδα]], [[συγγένεια]]»), [[πρβλ]]. [[ἀποκηδής]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''προσκηδής:''' -ές ([[κῆδος]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που προξενεί [[οικειότητα]] και [[στενή]] [[φιλία]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> [[συγγενής]], [[συγγενικός]], <i>τινί</i>, σε Ηρόδ.· <i>προσκηθέες</i>, οι συγγενείς, σε Ανθ.
}}
{{etym
|etymtx=See also: s. [[κῆδος]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=προσ-κηδής, ές [[κῆδος]]<br /><b class="num">I.</b> [[bringing]] [[into]] [[alliance]] or [[kindred]], or, as others, [[kind]], [[affectionate]], Od.<br /><b class="num">II.</b> [[akin]] to, τινί Hdt.; προσκηδέες [[kinsfolk]], Anth.
}}
{{FriskDe
|ftr='''προσκηδής''': {proskēdḗs}<br />'''See also''': s. [[κῆδος]].<br />'''Page''' 2,601
}}
}}

Latest revision as of 12:05, 4 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσκηδής Medium diacritics: προσκηδής Low diacritics: προσκηδής Capitals: ΠΡΟΣΚΗΔΗΣ
Transliteration A: proskēdḗs Transliteration B: proskēdēs Transliteration C: proskidis Beta Code: proskhdh/s

English (LSJ)

προσκηδές, (κῆδος)
A bringing into alliance or kindred, ξεινοσύνη Od.21.35: but perhaps kindly, as in A.R.3.588.
II connected by marriage, τινι Hdt.8.136; προσκηδέες kinsfolk, AP7.444 (Theaet.), A.R.4.717 (but perhaps careworn).

German (Pape)

[Seite 769] ές, 1) verwandt, vertraut machend, ξεινοσύνη, Od. 21, 35, nach Andern vorsorglich, liebevoll. – 2) verwandt, verschwägert, τινί, Her. 8, 136; Ap. Rh. 3, 388.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 qui se préoccupe de, attentif, diligent;
2 uni par la parenté à, τινι.
Étymologie: πρός, κῆδος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσκηδής -ές [πρός, κῆδος] hartelijk:. ἀρχὴν ξεινοσύνης προσκηδέος het begin van hartelijke gastvriendschap Od. 21.35. verwant:. ὅτι οἱ προσκηδέες οἱ Πέρσαι ἦσαν omdat hij familiebanden met de Perzen had Hdt. 8.136.1.

Russian (Dvoretsky)

προσκηδής:
1 заботливый, сердечный (ξεινοσύνη Hom.);
2 связанный родством, родственный (τινι Her.): (οἱ) προσκηδέες Anth. родные, родственники.

Greek (Liddell-Scott)

προσκηδής: -ές, (κῆδος), πρόξενος οἰκειότητος καὶ στενῆς φιλίας, ξεινοσύνης προσκυδέος «κηδεμονικῆς» (Εὐστ.), Ὀδ. Φ. 35 πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 588. ΙΙ. συγγενὴς πρός τινα, τινι Ἡρόδ. 8. 136· προσκηδέες, οἱ συγγενεῖς, Ἀνθ. Π. 7. 444.

Greek Monolingual

-ές, Α
1. αυτός που προκαλεί οικειότητα και στενή φιλία
2. ο λεπτός στους τρόπους και ο ευγενικός στη συμπεριφορά
3. συγγένεια από αγχιστεία
4. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ προσκηδέες
οι συγγενείς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + -κηδής (< κῆδος «φροντίδα, συγγένεια»), πρβλ. ἀποκηδής)].

Greek Monotonic

προσκηδής: -ές (κῆδος),
I. αυτός που προξενεί οικειότητα και στενή φιλία, σε Ομήρ. Οδ.
II. συγγενής, συγγενικός, τινί, σε Ηρόδ.· προσκηθέες, οι συγγενείς, σε Ανθ.

Frisk Etymological English

See also: s. κῆδος.

Middle Liddell

προσ-κηδής, ές κῆδος
I. bringing into alliance or kindred, or, as others, kind, affectionate, Od.
II. akin to, τινί Hdt.; προσκηδέες kinsfolk, Anth.

Frisk Etymology German

προσκηδής: {proskēdḗs}
See also: s. κῆδος.
Page 2,601