κατακοντίζω: Difference between revisions
τὸ δ' ἡδέως ζῆν καὶ ἱλαρῶς οὐκ ἔξωθέν ἐστιν, ἀλλὰ τοὐναντίον ὁ ἄνθρωπος τοῖς περὶ αὑτὸν πράγμασιν ἡδονὴν καὶ χάριν ὥσπερ ἐκ πηγῆς τοῦ ἤθους προστίθησιν → but a pleasant and happy life comes not from external things, but, on the contrary, man draws on his own character as a source from which to add the element of pleasure and joy to the things which surround him
m (LSJ1 replacement) |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=katakontizo | |Transliteration C=katakontizo | ||
|Beta Code=katakonti/zw | |Beta Code=katakonti/zw | ||
|Definition=Att. fut. -ιῶ, used also by Hdt.9.17:—[[shoot down]], Id. [[l.c.]], Th.8.108, D.18.151, [[LXX]] ''Ju.''1.15: pf. inf. Pass. κατηκοντίσθαι Phld.''Piet.''34; θηρία -όμενα Luc.''Tox.''59. | |Definition=Att. fut. -ιῶ, used also by [[Herodotus|Hdt.]]9.17:—[[shoot down]], Id. [[l.c.]], Th.8.108, D.18.151, [[LXX]] ''Ju.''1.15: pf. inf. Pass. κατηκοντίσθαι Phld.''Piet.''34; θηρία -όμενα Luc.''Tox.''59. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 12:07, 4 September 2023
English (LSJ)
Att. fut. -ιῶ, used also by Hdt.9.17:—shoot down, Id. l.c., Th.8.108, D.18.151, LXX Ju.1.15: pf. inf. Pass. κατηκοντίσθαι Phld.Piet.34; θηρία -όμενα Luc.Tox.59.
German (Pape)
[Seite 1355] mit dem Wurfspieß niederwerfen, tödten; Her. 9, 17; Dem. u. Folgde, D. Sic. 16, 31.
French (Bailly abrégé)
f. κατακοντιῶ, ao. κατεκόντισα;
abattre ou tuer à coups de javelots.
Étymologie: κατά, ἀκοντίζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατ-ακοντίζω, neerschieten, doden (met een speer).
Russian (Dvoretsky)
κατᾰκοντίζω: поражать (насмерть) копьями (τινά Her., Thuc., Dem. etc.).
Greek (Liddell-Scott)
κατᾰκοντίζω: μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, ἐν χρήσει ὡσαύτως παρ’ Ἡροδ. 9. 17· καταβάλλω ἀκοντίζων, ὁ αὐτ. ἔνθ’ ἀνωτ., Δημ. 277. 21, κτλ.· τὸ παθ. κατακοντίζομαι, Γρηγ.
Greek Monolingual
κατακοντίζω (AM)
πλήττω κάποιον σαν να τὸν χτυπούσα με ακόντιο («θείοις ῥήμασιν ὡς βέλεσι κατηκόντισε», Μηναὶ)
αρχ.
φονεύω με ακόντιο («ὡς κατακοντιέει σφέας», Ηρόδ.).
Greek Monotonic
κατᾰκοντίζω: μέλ. Αττ. -ιῶ, καταβάλλω, καταρρίπτω με ακόντιο, σε Ηρόδ., Δημ.