Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀποδάσμιος: Difference between revisions

From LSJ

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
(1)
m (LSJ1 replacement)
 
(15 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=apodasmios
|Transliteration C=apodasmios
|Beta Code=a)poda/smios
|Beta Code=a)poda/smios
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">parted off</b>, <b class="b3">Φωκέες ἀ</b>. <b class="b2">parted from</b> the rest, <span class="bibl">Hdt. 1.146</span>; <b class="b3">ἀ. αἶσα</b> a share <b class="b2">apportioned</b>, <span class="bibl">Opp.<span class="title">H.</span>5.444</span>.</span>
|Definition=ἀποδάσμιον, [[parted off]], <b class="b3">Φωκέες ἀ.</b> [[parted from]] the rest, [[Herodotus|Hdt.]] 1.146; <b class="b3">ἀ. αἶσα</b> a share [[apportioned]], Opp.''H.''5.444.
}}
}}
{{ls
{{DGE
|lstext='''ἀποδάσμιος''': -ον, ἀποκεχωρισμένος, Φωκέες ἀπ., ἀποκεχωρισμένοι ἀπὸ τῶν λοιπῶν, Ἡρόδ. 1. 146· - «ἀποδάσμιοι· ἀποδεδασμένοι» Ἡσύχ.: - ἀπ. αἶσα, [[μερίδιον]] ἀποχωρισθὲν διά τινα, Ὀππ. Ἁλ. 5. 444· πρβλ. [[ἀποδατέομαι]] ΙΙ.
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[separado del resto de la metrópoli]] Φωκέες Hdt.1.146, γένος ... ἐκ τοῦ Εὐρωπαίου ἀποδάσμιον D.C.<i>Epit</i>.9.20.14, cf. Hsch.<br /><b class="num">2</b> [[proporcionado]] αἶσα Opp.<i>H</i>.5.444.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />détaché d’un tout.<br />'''Étymologie:''' [[ἀποδασμός]].
|btext=ος, ον :<br />[[détaché d'un tout]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀποδασμός]].
}}
{{pape
|ptext=<i>[[abgeteilt]], [[abgesondert]]</i>, Her. 1.146; θήρης [[ἀποδάσμιος]] [[αἶσα]] Opp. <i>H</i>. 5.444.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποδάσμιος:''' [[отделившийся]], [[оторвавшийся]] (от своих) ([[Φωκέες]] Her.).
}}
}}
{{DGE
{{ls
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[separado del resto de la metrópoli]] Φωκέες Hdt.1.146, γένος ... ἐκ τοῦ Εὐρωπαίου ἀποδάσμιον D.C.<i>Epit</i>.9.20.14, cf. Hsch.<br /><b class="num">2</b> [[proporcionado]] αἶσα Opp.<i>H</i>.5.444.
|lstext='''ἀποδάσμιος''': -ον, ἀποκεχωρισμένος, Φωκέες ἀπ., ἀποκεχωρισμένοι ἀπὸ τῶν λοιπῶν, Ἡρόδ. 1. 146· - «ἀποδάσμιοι· ἀποδεδασμένοι» Ἡσύχ.: - ἀπ. αἶσα, [[μερίδιον]] ἀποχωρισθὲν διά τινα, Ὀππ. Ἁλ. 5. 444· πρβλ. [[ἀποδατέομαι]] ΙΙ.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 31:
|lsmtext='''ἀποδάσμιος:''' -ον, αυτός που έχει αποχωριστεί από τους υπολοίπους, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ἀποδάσμιος:''' -ον, αυτός που έχει αποχωριστεί από τους υπολοίπους, σε Ηρόδ.
}}
}}
{{elru
{{mdlsj
|elrutext='''ἀποδάσμιος:''' отделившийся, оторвавшийся (от своих) ([[Φωκέες]] Her.).
|mdlsjtxt=[from [[ἀποδασμός]]<br />parted from the [[rest]], Hdt.
}}
}}

Latest revision as of 12:07, 4 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποδάσμιος Medium diacritics: ἀποδάσμιος Low diacritics: αποδάσμιος Capitals: ΑΠΟΔΑΣΜΙΟΣ
Transliteration A: apodásmios Transliteration B: apodasmios Transliteration C: apodasmios Beta Code: a)poda/smios

English (LSJ)

ἀποδάσμιον, parted off, Φωκέες ἀ. parted from the rest, Hdt. 1.146; ἀ. αἶσα a share apportioned, Opp.H.5.444.

Spanish (DGE)

-ον
1 separado del resto de la metrópoli Φωκέες Hdt.1.146, γένος ... ἐκ τοῦ Εὐρωπαίου ἀποδάσμιον D.C.Epit.9.20.14, cf. Hsch.
2 proporcionado αἶσα Opp.H.5.444.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
détaché d'un tout.
Étymologie: ἀποδασμός.

German (Pape)

abgeteilt, abgesondert, Her. 1.146; θήρης ἀποδάσμιος αἶσα Opp. H. 5.444.

Russian (Dvoretsky)

ἀποδάσμιος: отделившийся, оторвавшийся (от своих) (Φωκέες Her.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀποδάσμιος: -ον, ἀποκεχωρισμένος, Φωκέες ἀπ., ἀποκεχωρισμένοι ἀπὸ τῶν λοιπῶν, Ἡρόδ. 1. 146· - «ἀποδάσμιοι· ἀποδεδασμένοι» Ἡσύχ.: - ἀπ. αἶσα, μερίδιον ἀποχωρισθὲν διά τινα, Ὀππ. Ἁλ. 5. 444· πρβλ. ἀποδατέομαι ΙΙ.

Greek Monolingual

ἀποδάσμιος, -ον (Α) αποδατούμαι
αποχωρισμένος, χωριστός.

Greek Monotonic

ἀποδάσμιος: -ον, αυτός που έχει αποχωριστεί από τους υπολοίπους, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

[from ἀποδασμός
parted from the rest, Hdt.