ἐπικέρδια: Difference between revisions
From LSJ
m (LSJ1 replacement) |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epikerdia | |Transliteration C=epikerdia | ||
|Beta Code=e)pike/rdia | |Beta Code=e)pike/rdia | ||
|Definition=τά, [[profit on traffic]] or [[business]], Hdt.4.152, Philostr.''VS''2.21.2. | |Definition=τά, [[profit on traffic]] or [[business]], [[Herodotus|Hdt.]]4.152, Philostr.''VS''2.21.2. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 12:07, 4 September 2023
English (LSJ)
τά, profit on traffic or business, Hdt.4.152, Philostr.VS2.21.2.
German (Pape)
[Seite 948] τά, Handelsgewinn, v.l. für ἐπικέρδεια. Bei Her. 4, 152, τὴν δεκάτην τῶν ἐπικερδίων ἐξελόντες, ist die v.l. ἐπικερδέων.
French (Bailly abrégé)
ων (τά) :
gain, profit.
Étymologie: ἐπί, κέρδος.
Greek Monolingual
ἐπικέρδια, τὰ (Α)
τα κέρδη που αποκτώνται από μια εργασία («οἱ δέ Σάμιοι τὴν δεκάτην τῶν ἐπικερδίων ἐξελόντες», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κέρδος + -ια).
Greek Monotonic
ἐπικέρδια: τά (κέρδος), κέρδη εμπορίου ή εργασιών, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπικέρδια: τά прибыль (ἡ δεκάτη τῶν ἐπικερδίων Her.).