φυτοσπόρος: Difference between revisions

From LSJ

Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis

Menander, Monostichoi, 545
(6_18)
m (Text replacement - "S.''OT''" to "S.''OT''")
 
(17 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=fytosporos
|Transliteration C=fytosporos
|Beta Code=futo/sporos
|Beta Code=futo/sporos
|Definition=(parox.), ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">planting: generative</b>, ἀλκή <span class="bibl">Orph.<span class="title">Fr.</span>274</span>: metaph., <b class="b2">begetting</b>, ὁ φ. <b class="b2">father</b>, <span class="bibl">S.<span class="title">Tr.</span>359</span>; <b class="b3">φυτοσπόροι, οἱ,</b> <b class="b2">ancestors</b>, hence metaph., <b class="b2">predecessors</b>, <span class="bibl">Vett.Val.239.10</span>: c. gen., <b class="b3">γένους φ</b>. Ar.Byz.Arg.S.<span class="title">OT</span></span>
|Definition=(parox.), ον, planting: generative, ἀλκή Orph.''Fr.''274: metaph., [[begetting]], ὁ φ. [[father]], S.''Tr.''359; [[φυτοσπόροι]], οἱ, [[ancestors]], hence metaph., [[predecessors]], Vett.Val.239.10: c. gen., <b class="b3">γένους φ.</b> Ar.Byz.Arg.[[Sophocles|S.]]''[[Oedipus Tyrannus|OT]]''
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1320.png Seite 1320]] (Pflanzen) säend. – Auch übertr., ὁ [[φυτοσπόρος]], der Erzeuger, Vater, Soph. Tr. 358.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1320.png Seite 1320]] (Pflanzen) säend. – Auch übertr., ὁ [[φυτοσπόρος]], der Erzeuger, Vater, Soph. Tr. 358.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />[[qui engendre]], [[père]].<br />'''Étymologie:''' [[φυτόν]], [[σπείρω]].
}}
{{elru
|elrutext='''φῠτοσπόρος:''' ὁ досл. сеятель, перен. родитель, отец Soph.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''φῠτοσπόρος''': -ον, ὁ φυτεύων· μεταφορ., ὁ φυτεύων τέκνα, ὁ [[φυτοσπόρος]], ὁ [[πατήρ]], Σοφ. Τρ. 358· [[μετὰ]] γεν., Χριστοδ. Ἔκφρ. 106· Ὑπόθεσις α΄ εἰς Σοφ. Ο. Τ.
|lstext='''φῠτοσπόρος''': -ον, ὁ φυτεύων· μεταφορ., ὁ φυτεύων τέκνα, ὁ [[φυτοσπόρος]], ὁ [[πατήρ]], Σοφ. Τρ. 358· μετὰ γεν., Χριστοδ. Ἔκφρ. 106· Ὑπόθεσις α΄ εἰς Σοφ. Ο. Τ.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, ΜΑ<br /><b>μτφ.</b> (για [[πατέρα]]) αυτός που γεννά<br /><b>μσν.</b><br /><b>εκκλ.</b> αυτός που διαδίδει τη χριστιανική [[πίστη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που πολλαπλασιάζει φυτά με τη [[χρησιμοποίηση]] σπόρου<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[φυτοσπόρος]]<br />ο [[πατέρας]]<br /><b>3.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ φυτοσπόροι</i><br />α) προπάτορες<br />β) <b>μτφ.</b> (σχετικά με [[θέση]] ή [[αξίωμα]]) προκάτοχοι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φυτόν]] <span style="color: red;">+</span> -[[σπόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[σπόρος]]), [[πρβλ]]. [[θεόσπορος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''φῠτοσπόρος:''' -ον, [[φυτευτής]]· μεταφ., [[πατέρας]], σε Σοφ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=φῠτο-[[σπόρος]], ον,<br />planting:—metaph., ὁ φυτ. a [[father]], Soph.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[begetting children]]
}}
}}

Latest revision as of 11:15, 18 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῠτοσπόρος Medium diacritics: φυτοσπόρος Low diacritics: φυτοσπόρος Capitals: ΦΥΤΟΣΠΟΡΟΣ
Transliteration A: phytospóros Transliteration B: phytosporos Transliteration C: fytosporos Beta Code: futo/sporos

English (LSJ)

(parox.), ον, planting: generative, ἀλκή Orph.Fr.274: metaph., begetting, ὁ φ. father, S.Tr.359; φυτοσπόροι, οἱ, ancestors, hence metaph., predecessors, Vett.Val.239.10: c. gen., γένους φ. Ar.Byz.Arg.S.OT

German (Pape)

[Seite 1320] (Pflanzen) säend. – Auch übertr., ὁ φυτοσπόρος, der Erzeuger, Vater, Soph. Tr. 358.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui engendre, père.
Étymologie: φυτόν, σπείρω.

Russian (Dvoretsky)

φῠτοσπόρος: ὁ досл. сеятель, перен. родитель, отец Soph.

Greek (Liddell-Scott)

φῠτοσπόρος: -ον, ὁ φυτεύων· μεταφορ., ὁ φυτεύων τέκνα, ὁ φυτοσπόρος, ὁ πατήρ, Σοφ. Τρ. 358· μετὰ γεν., Χριστοδ. Ἔκφρ. 106· Ὑπόθεσις α΄ εἰς Σοφ. Ο. Τ.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
μτφ. (για πατέρα) αυτός που γεννά
μσν.
εκκλ. αυτός που διαδίδει τη χριστιανική πίστη
αρχ.
1. αυτός που πολλαπλασιάζει φυτά με τη χρησιμοποίηση σπόρου
2. το αρσ. ως ουσ.φυτοσπόρος
ο πατέρας
3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ φυτοσπόροι
α) προπάτορες
β) μτφ. (σχετικά με θέση ή αξίωμα) προκάτοχοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φυτόν + -σπόρος (< σπόρος), πρβλ. θεόσπορος].

Greek Monotonic

φῠτοσπόρος: -ον, φυτευτής· μεταφ., πατέρας, σε Σοφ.

Middle Liddell

φῠτο-σπόρος, ον,
planting:—metaph., ὁ φυτ. a father, Soph.

English (Woodhouse)

begetting children

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)