καταμβλύνω: Difference between revisions
Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance (Hippocrates)
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=katamvlyno | |Transliteration C=katamvlyno | ||
|Beta Code=katamblu/nw | |Beta Code=katamblu/nw | ||
|Definition=[[blunt]], [[dull]], κατημβλύνθη κέντρον ''AP''5.219 (Agath.): metaph., παριεὶς καὶ καταμβλύνων κέαρ S.''OT''688. | |Definition=[[blunt]], [[dull]], κατημβλύνθη κέντρον ''AP''5.219 (Agath.): metaph., παριεὶς καὶ καταμβλύνων κέαρ [[Sophocles|S.]]''[[Oedipus Tyrannus|OT]]''688. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 11:15, 18 September 2023
English (LSJ)
blunt, dull, κατημβλύνθη κέντρον AP5.219 (Agath.): metaph., παριεὶς καὶ καταμβλύνων κέαρ S.OT688.
German (Pape)
[Seite 1363] abstumpfen; κατημβλύνθη κέντρον Agath. 15 (V, 220); übertr., κέαρ Soph. O. R. 688, Schol. ἐκλύω, ἄθυμον ποιῶ.
French (Bailly abrégé)
ao. Pass. κατημβλύνθην;
émousser.
Étymologie: κατά, ἀμβλύνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατ-αμβλύνω stomp maken; overdr.: κ. κέαρ de woede verzachten Soph. OT 688.
Russian (Dvoretsky)
καταμβλύνω: (ῡ) притуплять (κατημβλύνθη κέντρον Anth.): κ. τὸ κέαρ τινός Soph. унимать чей-л. гнев.
Greek Monolingual
καταμβλύνω (Α)
1. κάνω κάτι απολύτως αμβλύ ή ασθενές, στομώνω
2. μτφ. επιφέρω κατάπτωση τών δυνάμεων, προκαλώ αθυμία.
Greek Monotonic
καταμβλύνω: [ῡ], αμβλύνω ή εξασθενίζω, αποδυναμώνω, σε Σοφ.· Παθ. αορ. αʹ κατημβλύνθην, σε Ανθ.
Greek (Liddell-Scott)
καταμβλύνω: κάμνω τι ἐντελῶς ἀμβλὺ ἢ ἀσθενές, κατημβλύνθη κέντρον Ἀνθ. Π. 5. 220· μεταφ., παριεὶς καὶ καταμβλύνων κέαρ Σοφ. Ο. Τ. 688, «ἐκλύων καὶ ἄθυμον ποιῶν» (Σχολ.).