τρίδουλος: Difference between revisions

From LSJ

Ὅτι οὐδὲν ἧττον τὰ αὐτὰ ποιήσουσι, κἂν σὺ διαρραγῇς → You may break your heart, but men will still go on as before

Source
(4b)
m (Text replacement - "S.''OT''" to "S.''OT''")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(15 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=tridoulos
|Transliteration C=tridoulos
|Beta Code=tri/doulos
|Beta Code=tri/doulos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">thrice a slave</b>, Ach. Tat.8.1; by descent, οὐδ' ἐὰν τρίτης . . μητρὸς φανῶ τ. <span class="bibl">S.<span class="title">OT</span> 1063</span>; as slave of a slave's slave, <span class="bibl">Theopomp.Hist.244</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b3">ζεῦγος τ</b>. a leash <b class="b2">of slaves</b>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Fr.</span>576</span>; cf. [[τριπάρθενος]].</span>
|Definition=τρίδουλον,<br><span class="bld">A</span> [[thrice a slave]], Ach. Tat.8.1; by descent, οὐδ' ἐὰν τρίτης.. μητρὸς φανῶ τ. [[Sophocles|S.]]''[[Oedipus Tyrannus|OT]]'' 1063; as slave of a slave's slave, Theopomp.Hist.244.<br><span class="bld">II</span> <b class="b3">ζεῦγος τρίδουλον</b> a [[leash]] [[of slaves]], Ar.''Fr.''576; cf. [[τριπάρθενος]].
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1142.png Seite 1142]] dreifacher Sklave, Sklave durch drei Geschlechter, Soph. O. R. 1063; Erzsklave, Jac. Ach. Tat. p. 923; Lob. Aglaoph. p. 764.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1142.png Seite 1142]] dreifacher Sklave, Sklave durch drei Geschlechter, Soph. O. R. 1063; Erzsklave, Jac. Ach. Tat. p. 923; Lob. Aglaoph. p. 764.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''τρίδουλος''': -ον, [[δοῦλος]] ἐκ τριῶν γενεῶν, τρὶς [[δοῦλος]], γεννηθεὶς ἐκ μητρὸς δούλης, ἧς ἡ [[μήτηρ]] καὶ [[προμήτωρ]] ἦσαν [[ἐπίσης]] δοῦλαι, οὐδ’ ἐὰν τρίτης... μητρὸς φανῶ [[τρίδουλος]] Σοφ. Ο. Τ. 1063· «Πιθονίκην... ἣ Βακχίδος μὲν ἦν [[δούλη]] τῆς αὐλητρίδος, [[ἐκείνη]] δὲ Σινώπης τῆς Θρᾴττης... [[ὥστε]] γενέσθαι μὴ μόνον τρίδουλον, ἀλλὰ καὶ τρίπορνον αὐτὴν» Θεοπόμπου Ἀποσπ. 277 (ἔκδ. Muller 1. 325), ἴδε [[τριγονία]]. ΙΙ. [[ζεῦγος]] τρίδουλον, [[τρεῖς]] δοῦλοι, «Ἀριστοφάνης Ὥραις καταχρηστικῶς ἐπὶ τῶν τριῶν τὸ [[ζεῦγος]] ἔθηκε, [[ζεῦγος]] τρίδουλον» Ἡσύχ. (Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 484), [[τριπάρθενος]].
|btext=ος, ον :<br />[[né de parents esclaves depuis trois générations]].<br />'''Étymologie:''' [[τρίς]], [[δοῦλος]].
}}
{{elnl
|elnltext=τρίδουλος -ον [τρι -, δοῦλος] [[slaaf tot in de derde generatie]].
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ος, ον :<br />né de parents esclaves depuis trois générations.<br />'''Étymologie:''' [[τρίς]], [[δοῦλος]].
|elrutext='''τρίδουλος:''' (ῐ)<br /><b class="num">1</b> [[являющийся рабом в третьем поколении]], [[потомственный раб]] Soph.;<br /><b class="num">2</b> [[состоящий из трех рабов]] ([[ζεῦγος]] Arph.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''τρίδουλος:''' -ον, [[δούλος]] από [[τρεις]] γενιές, γεννημένος από [[μητέρα]] [[δούλη]], της οποίας η [[μητέρα]] και η προμητέρα ήταν επίσης δούλες, σε Σοφ.
|lsmtext='''τρίδουλος:''' -ον, [[δούλος]] από [[τρεις]] γενιές, γεννημένος από [[μητέρα]] [[δούλη]], της οποίας η [[μητέρα]] και η προμητέρα ήταν επίσης δούλες, σε Σοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''τρίδουλος:''' ()<br /><b class="num">1)</b> являющийся рабом в третьем поколении, потомственный раб Soph.;<br /><b class="num">2)</b> состоящий из трех рабов ([[ζεῦγος]] Arph.).
|lstext='''τρίδουλος''': -ον, [[δοῦλος]] ἐκ τριῶν γενεῶν, τρὶς [[δοῦλος]], γεννηθεὶς ἐκ μητρὸς δούλης, ἧς ἡ [[μήτηρ]] καὶ [[προμήτωρ]] ἦσαν [[ἐπίσης]] δοῦλαι, οὐδ’ ἐὰν τρίτης... μητρὸς φανῶ [[τρίδουλος]] Σοφ. Ο. Τ. 1063· «Πιθονίκην... ἣ Βακχίδος μὲν ἦν [[δούλη]] τῆς αὐλητρίδος, [[ἐκείνη]] δὲ Σινώπης τῆς Θρᾴττης... [[ὥστε]] γενέσθαι μὴ μόνον τρίδουλον, ἀλλὰ καὶ τρίπορνον αὐτὴν» Θεοπόμπου Ἀποσπ. 277 (ἔκδ. Muller 1. 325), ἴδε [[τριγονία]]. ΙΙ. [[ζεῦγος]] τρίδουλον, [[τρεῖς]] δοῦλοι, «Ἀριστοφάνης Ὥραις καταχρηστικῶς ἐπὶ τῶν τριῶν τὸ [[ζεῦγος]] ἔθηκε, [[ζεῦγος]] τρίδουλον» Ἡσύχ. (Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 484), [[τριπάρθενος]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τρί-δουλος, ον,<br />a [[slave]] [[through]] [[three]] generations, [[thrice]] a [[slave]], Soph.
}}
}}

Latest revision as of 11:19, 18 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρίδουλος Medium diacritics: τρίδουλος Low diacritics: τρίδουλος Capitals: ΤΡΙΔΟΥΛΟΣ
Transliteration A: trídoulos Transliteration B: tridoulos Transliteration C: tridoulos Beta Code: tri/doulos

English (LSJ)

τρίδουλον,
A thrice a slave, Ach. Tat.8.1; by descent, οὐδ' ἐὰν τρίτης.. μητρὸς φανῶ τ. S.OT 1063; as slave of a slave's slave, Theopomp.Hist.244.
II ζεῦγος τρίδουλον a leash of slaves, Ar.Fr.576; cf. τριπάρθενος.

German (Pape)

[Seite 1142] dreifacher Sklave, Sklave durch drei Geschlechter, Soph. O. R. 1063; Erzsklave, Jac. Ach. Tat. p. 923; Lob. Aglaoph. p. 764.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
né de parents esclaves depuis trois générations.
Étymologie: τρίς, δοῦλος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρίδουλος -ον [τρι -, δοῦλος] slaaf tot in de derde generatie.

Russian (Dvoretsky)

τρίδουλος: (ῐ)
1 являющийся рабом в третьем поколении, потомственный раб Soph.;
2 состоящий из трех рабов (ζεῦγος Arph.).

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που έχει γεννηθεί από μητέρα δούλα, της οποίας η μητέρα και η γιαγιά ήταν επίσης δούλες
2. φρ. «ζεῦγος τρίδουλον» — τρεις δούλοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + δοῦλος.

Greek Monotonic

τρίδουλος: -ον, δούλος από τρεις γενιές, γεννημένος από μητέρα δούλη, της οποίας η μητέρα και η προμητέρα ήταν επίσης δούλες, σε Σοφ.

Greek (Liddell-Scott)

τρίδουλος: -ον, δοῦλος ἐκ τριῶν γενεῶν, τρὶς δοῦλος, γεννηθεὶς ἐκ μητρὸς δούλης, ἧς ἡ μήτηρ καὶ προμήτωρ ἦσαν ἐπίσης δοῦλαι, οὐδ’ ἐὰν τρίτης... μητρὸς φανῶ τρίδουλος Σοφ. Ο. Τ. 1063· «Πιθονίκην... ἣ Βακχίδος μὲν ἦν δούλη τῆς αὐλητρίδος, ἐκείνη δὲ Σινώπης τῆς Θρᾴττης... ὥστε γενέσθαι μὴ μόνον τρίδουλον, ἀλλὰ καὶ τρίπορνον αὐτὴν» Θεοπόμπου Ἀποσπ. 277 (ἔκδ. Muller 1. 325), ἴδε τριγονία. ΙΙ. ζεῦγος τρίδουλον, τρεῖς δοῦλοι, «Ἀριστοφάνης Ὥραις καταχρηστικῶς ἐπὶ τῶν τριῶν τὸ ζεῦγος ἔθηκε, ζεῦγος τρίδουλον» Ἡσύχ. (Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 484), τριπάρθενος.

Middle Liddell

τρί-δουλος, ον,
a slave through three generations, thrice a slave, Soph.