ἐπίγρυπος: Difference between revisions

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "Pl.''Phdr.''" to "Pl.''Phdr.''")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=epigrypos
|Transliteration C=epigrypos
|Beta Code=e)pi/grupos
|Beta Code=e)pi/grupos
|Definition=ἐπίγρυπον, [[somewhat hooked]], of the beak of the ibis, [[Herodotus|Hdt.]]2.76; of the muzzle of the <b class="b3">βοῦς ἄγριος</b>, Arist.''HA''499a7; of horses and men, [[somewhat hook-nosed]], Pl.''Phdr.''253d, ''Euthphr.''2b, ''PPetr.''3p.7, al. (iii B.C.), etc.
|Definition=ἐπίγρυπον, [[somewhat hooked]], of the beak of the ibis, [[Herodotus|Hdt.]]2.76; of the muzzle of the <b class="b3">βοῦς ἄγριος</b>, Arist.''HA''499a7; of horses and men, [[somewhat hook-nosed]], [[Plato|Pl.]]''[[Phaedrus|Phdr.]]''253d, ''Euthphr.''2b, ''PPetr.''3p.7, al. (iii B.C.), etc.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 11:55, 18 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίγρῡπος Medium diacritics: ἐπίγρυπος Low diacritics: επίγρυπος Capitals: ΕΠΙΓΡΥΠΟΣ
Transliteration A: epígrypos Transliteration B: epigrypos Transliteration C: epigrypos Beta Code: e)pi/grupos

English (LSJ)

ἐπίγρυπον, somewhat hooked, of the beak of the ibis, Hdt.2.76; of the muzzle of the βοῦς ἄγριος, Arist.HA499a7; of horses and men, somewhat hook-nosed, Pl.Phdr.253d, Euthphr.2b, PPetr.3p.7, al. (iii B.C.), etc.

German (Pape)

[Seite 934] etwas eingebogen, πρόσωπον, vom Schnabel des Ibis, Her. 2, 76; bes. von der Nase, Plat. Euthyphr. 2 b Phaedr. 253 d u. Folgde, z. B. Arist. H. A. 2, 1.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
légèrement crochu.
Étymologie: ἐπί, γρυπός.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίγρῡπος:
1 слегка изогнутый (ῥίς Arst.): πρόσωπον ἐς τὰ μάλιστα ἐπίγρυπον Her. сильно изогнутый клюв (ибиса);
2 горбоносый (ἵππος, Μέλητος Plat.; βοῦς ἄγριος Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίγρῡπος: -ον, ὀλίγον γρυπός, κυρτός, περὶ τοῦ ῥάμφους τῆς ἴβιδος, Ἡρόδ. 2. 76· περὶ τοῦ ἀγρίου βοός, ἐπίγρυποι (οἱ ἄγριοι βόες) Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 22· ἐπὶ ἀνθρώπων, οὐ πάνυ εὐγένειον ἐπίγρυπον δὲ Πλάτ. Εὐθύφρ. 2Β, Φαῖδρ. 253D.

Greek Monolingual

ἐπίγρυπος, -ον (AM)
(για πρόσ.) αυτός που έχει κάπως γαμψή μύτη
αρχ.
(για μύτη ή ράμφος) κάπως, αρκετά κυρτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + γρυπός «γαμψός»].

Greek Monotonic

ἐπίγρῡπος: -ον, κάπως αγκιστροειδής, αγκυλωτός, λέγεται για το ράμφος της ίβιδος (γένος πελαγόμορφων πουλιών), σε Ηρόδ.· λέγεται για ανθρώπους, σε Πλάτ.

Middle Liddell

ἐπί-γρῡπος, ον
somewhat hooked, of the beak of the ibis, Hdt.; of men, Plat.