ὀρειβάτης: Difference between revisions
τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=oreivatis | |Transliteration C=oreivatis | ||
|Beta Code=o)reiba/ths | |Beta Code=o)reiba/ths | ||
|Definition=[ᾰ], ου, ὁ, [[mountain]]-[[ranging]], θήρ S.''Ph.''955; [[Κύκλωψ]] E.''Tr.''436; [[αἴξ|αἶγες]], [[πιθήκη]], Ael.''NA''14.16,6.26; [[ὄρνις]] Ar.''Av.''276 codd. ([[ὀριβάτης]] Brunck); v. [[οὐριβάτας]], [[ὀρειοβάτης]]. | |Definition=[ᾰ], ου, ὁ, [[mountain]]-[[ranging]], θήρ S.''Ph.''955; [[Κύκλωψ]] E.''Tr.''436; [[αἴξ|αἶγες]], [[πιθήκη]], Ael.''NA''14.16,6.26; [[ὄρνις]] [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Birds|Av.]]''276 codd. ([[ὀριβάτης]] Brunck); v. [[οὐριβάτας]], [[ὀρειοβάτης]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 07:06, 21 September 2023
English (LSJ)
[ᾰ], ου, ὁ, mountain-ranging, θήρ S.Ph.955; Κύκλωψ E.Tr.436; αἶγες, πιθήκη, Ael.NA14.16,6.26; ὄρνις Ar.Av.276 codd. (ὀριβάτης Brunck); v. οὐριβάτας, ὀρειοβάτης.
German (Pape)
[Seite 371] ὁ, Bergbeschreiter, -durchwandler; θήρ, Soph. Phil. 943; Theseus, O. C. 1057; Eur. Trach. 436; sp. D. in der Anth.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
celui qui marche à travers les montagnes.
Étymologie: ὄρος, βαίνω.
Russian (Dvoretsky)
ὀρειβάτης: ου (ᾰ) adj. m рыщущий по горам (θήρ Soph.; Κύκλωψ Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ὀρειβάτης: [ᾰ], -ου, ὁ, ὁ διερχόμενος ἢ περιερχόμενος τὰ ὄρη, θὴρ Σοφ. Φιλ. 955· Κύκλωψ Εὐρ. Τρῳ. 436· - θηλ. ὀρειβάτις. -ιδος, Θεόδ. Πρόδρ.· - ἴδε οὐριβάτας, ὀρειοβάτης.
Greek Monolingual
ο, θηλ. ορειβάτις και ορειβάτισσα (ΑΜ ὀρειβάτης, Α και ὀρειβάτης και ὀρεοβάτης και ὀριβάτης καί ὀρεσσιβάτης, ποιητ. τ. οὐριβάτας, Μ θηλ. ὀρειβάτις, -ιδος)
νεοελλ.
αυτός που επιδίδεται στην ορειβασία, αλπινιστής
μσν.-αρχ.
αυτός που περιπλανιέται στα όρη, που διέρχεται ή περιέρχεται τα όρη («οὐ πτηνὸν ὄρνιν οὐδὲ θῆρ' ὀρειβάτην», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρει- / ὀρειο- / ὀρεο- / ὀρι- / οὐρι- / ὀρεσσι- (βλ. λ. όρος [ΙΙ]) + -βάτης (< βαίνω), πρβλ. ακροβάτης)].
Greek Monotonic
ὀρειβάτης: [ᾰ], -ου, ὁ, αυτός που περιφέρεται στα βουνά, σε Σοφ., Ευρ.
Middle Liddell
ὀρει-βᾰ́της, ου, ὁ,
mountain-ranging, Soph., Eur.
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
Σύνθετο ἀπό τό ὄρος + βαίνω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη ὄρος.