γλήχων: Difference between revisions
ἡ κέρκος τῇ ἀλώπεκι μαρτυρεῖ → you can tell a fox by its tail, small traits give the clue to the character of a person
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''γλήχων:''' дор. [[γλάχων]] (ᾱ), ион. [[βλήχων]], ωνος, [[varia lectio|v.l.]] [[βληχώ]], οῦς ἡ бот. [[полей]] (разновидность мяты [[Mentha pulegium]]) Arph., Arst., Theocr., Plut., Anth. | |elrutext='''γλήχων:''' дор. [[γλάχων]] (ᾱ), ион. [[βλήχων]], ωνος, [[varia lectio|v.l.]] [[βληχώ]], οῦς ἡ бот. [[полей]] (разновидность мяты [[Mentha pulegium]]) Arph., Arst., Theocr., Plut., Anth. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[βληχώνι]] το και [[βληχούνι]] και [[γληχώνι]] (AM [[βλήχων]], η, Α και [[βληχώ]], βληχοῦς, η και [[γλήχων]], -ωνος και [[γληχώ]], γληχοῦς, ιων. τ. και [[γλάχων]], γλάχωνος και [[γλαχώ]], γλαχοῦς δωρ. τ., Μ και [[βλήχων]], βλήχωνος, ο)<br />το [[φυτό]] [[ηδύοσμος]] ο [[γλήχων]] ([[Mentha pulegium]]), το [[φλησκούνι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ.<br />πιθ. δάνεια λ. Η [[σύνδεση]] της λ. [[βλήχων]] με το [[βληχώμαι]] (βληχάομαι) οφείλεται σε [[παρετυμολογία]]. Το <i>βληχώ</i> [[είναι]] [[παράλληλος]] τ. με το [[βλήχων]], ενώ ο τ. [[γλήχων]] <span style="color: red;"><</span> [[βλήχων]], με ανομοιωτική [[αποβολή]] του χειλικού στοιχείου ενός αρχικού χειλοϋπερωικού φθόγγου <i>g</i><sup>w</sup> ([[πρβλ]]. [[βλέπω]]: [[γλέπω]], [[βλέφαρον]]: [[γλέφαρον]] και μυκηναϊκό <i>Karako</i> «[[γλήχων]]»). Τέλος, οι νεοελλ. τ. [[βληχώνι]] και <i>βληχούνι</i> <span style="color: red;"><</span> <b>μτγν.</b> [[βληχώνιον]], υποκορ. του αρχ. [[βλήχων]]. | |||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym | ||
|etymtx=See also: s. [[βλήχων]]. | |etymtx=See also: s. [[βλήχων]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Latest revision as of 08:34, 16 October 2023
English (LSJ)
Dor. γλάχων, ἡ,
A v. βλήχων,
II γλήχων ἀγρία = καλαμίνθη ΙΙ, Ps.-Dsc.3.35; = δίκταμνον, ib.32.
French (Bailly abrégé)
ωνος (ἡ) :
pouliot, sorte de menthe, plante.
Étymologie: DELG cf. βληχώ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
German (Pape)
ωνος, ἡ, H.h. Cer. 209; Leon.Tar. 55 (VII.736), ion. = βλήχων; die Form γλήχω oder γληχώ ist nur acc., s. Lobeck zu Soph. Aj. p. 122f.
Russian (Dvoretsky)
γλήχων: дор. γλάχων (ᾱ), ион. βλήχων, ωνος, v.l. βληχώ, οῦς ἡ бот. полей (разновидность мяты Mentha pulegium) Arph., Arst., Theocr., Plut., Anth.
Greek Monolingual
βληχώνι το και βληχούνι και γληχώνι (AM βλήχων, η, Α και βληχώ, βληχοῦς, η και γλήχων, -ωνος και γληχώ, γληχοῦς, ιων. τ. και γλάχων, γλάχωνος και γλαχώ, γλαχοῦς δωρ. τ., Μ και βλήχων, βλήχωνος, ο)
το φυτό ηδύοσμος ο γλήχων (Mentha pulegium), το φλησκούνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.
πιθ. δάνεια λ. Η σύνδεση της λ. βλήχων με το βληχώμαι (βληχάομαι) οφείλεται σε παρετυμολογία. Το βληχώ είναι παράλληλος τ. με το βλήχων, ενώ ο τ. γλήχων < βλήχων, με ανομοιωτική αποβολή του χειλικού στοιχείου ενός αρχικού χειλοϋπερωικού φθόγγου gw (πρβλ. βλέπω: γλέπω, βλέφαρον: γλέφαρον και μυκηναϊκό Karako «γλήχων»). Τέλος, οι νεοελλ. τ. βληχώνι και βληχούνι < μτγν. βληχώνιον, υποκορ. του αρχ. βλήχων.
Frisk Etymological English
See also: s. βλήχων.
Greek Monotonic
γλήχων: Δωρ. γλάχων, βλ. βλήχων.
Greek (Liddell-Scott)
γλήχων: Δωρ. γλάχων, ἡ, ἴδε ἐν λ. βλήχων.
Frisk Etymology German
γλήχων: {glḗkhōn}
Forms: dor. γλάχων
See also: s. βλήχων.
Page 1,312
Translations
Mentha pulegium
Basque: txortalo; Bulgarian: полски джоджен; Catalan: poliol; English: pennyroyal; Estonian: kirbumünt; Finnish: puolanminttu; Galician: poexo; Georgian: ომბალო; German: Polei, Poleiminze, Polei-Minze, Flohkraut; Greek: φλησκούνι; Ancient Greek: ἄλβολον, ἀνακτητικόν, ἀρσενάκανθον, βλησκούνιον, βλῆχρος, βληχώ, βλήχων, βληχώνιον, γλάχων, γλήχων; Hungarian: csombormenta; Irish: borógach; Latin: puleium, pulegium; Persian: پونه, رافونه; Russian: мята болотная, мята блошница; Spanish: poleo; Turkish: yarpuz