βριθύς: Difference between revisions
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
m (LSJ1 replacement) |
mNo edit summary |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''βρῑθύς:''' -εῖα, -ύ, [[βαρύς]], [[σταθερός]], σε Ομήρ. Ιλ.· συγκρ. <i>βριθύτερος</i>, σε Αισχύλ. (πρβλ. βριᾰρός). | |lsmtext='''βρῑθύς:''' -εῖα, -ύ, [[βαρύς]], [[σταθερός]], σε Ομήρ. Ιλ.· συγκρ. <i>βριθύτερος</i>, σε Αισχύλ. (πρβλ. βριᾰρός). | ||
}} | |||
{{Autenrieth | |||
|auten=εῖα, ύ: [[heavy]], [[ponderous]]. | |||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[Cf. [[βριαρός]].]<br />[[weighty]], [[heavy]], Il, Irreg. comp. βριθύτερος, Aesch. | |mdlsjtxt=[Cf. [[βριαρός]].]<br />[[weighty]], [[heavy]], Il, Irreg. comp. βριθύτερος, Aesch. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:34, 22 October 2023
English (LSJ)
εῖα, ύ, heavy, ἔγχος Il.5.746, etc.; once in Trag., βριθύτερος A.Ag.200 (lyr.), cf. Id.Eleg.5, Q.S.3.540 (Comp.).
Spanish (DGE)
(βρῑθύς) -εῖα, -ύ
1 pesado, ἔγχος Il.5.746, ὁπλιτοπάλας A.Fr.353a, ῥόπαλον AP 11.158 (Antip.Thess.), λίθος Orph.A.493, δέμας Q.S.3.540, cf. A.D.Adu.157.12, Hsch.
2 fig. triste, amargo χείματος ... μῆχαρ βριθύτερον A.A.200.
German (Pape)
[Seite 464] εῖα, ύ, schwer, wuchtvoll, Hom. sechsmal, als Epitheton von ἔγχος, in der Form βριθύ, Versanfang, neben μέγα στιβαρόν, ἔγχος βριθὺ μέγα στιβαρόν Iliad. 5, 746. 8, 390. 16, 141. 802. 19, 388 Odyss. 1, 100. – Compar. βριθύτερος Aesch. Ag. 200.
French (Bailly abrégé)
εῖα, ύ;
lourd, pesant;
Cp. βριθύτερος.
Étymologie: cf. βρίθω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βριθύς -εῖα -ύ [βρι- ‘zwaar’] zwaar; ook overdr., d.w.z. moeilijk te accepteren.
Russian (Dvoretsky)
βρῑθύς: εῖα, ύ
1 тяжелый, тяжеловесный (ἔγχος Hom.; βάσταγμα Plut.);
2 тяжеловооруженный (ὁπλιτοπάλας Aesch.);
3 тяжкий, губительный (μῆχαρ Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
βρῑθύς: -εῖα, ύ, (βρῖ) βαρύς, σταθερός, ἔγχος Ἰλ. Ε. 746, κτλ. ἅπαξ μόνον παρὰ Τραγ., βριθύτερος Αἰσχύλ. Ἀγ. 200, πρβλ. Ἀποσπ. 447.
Greek Monolingual
βριθύς, -εῖα, -ύ (Α) βρίθω
βαρύς.
Greek Monotonic
βρῑθύς: -εῖα, -ύ, βαρύς, σταθερός, σε Ομήρ. Ιλ.· συγκρ. βριθύτερος, σε Αισχύλ. (πρβλ. βριᾰρός).
English (Autenrieth)
Middle Liddell
[Cf. βριαρός.]
weighty, heavy, Il, Irreg. comp. βριθύτερος, Aesch.