ὄρειος: Difference between revisions
γεγόναμεν γὰρ πρὸς συνεργίαν ὡς πόδες, ὡς χεῖρες, ὡς βλέφαρα, ὡς οἱ στοῖχοι τῶν ἄνω καὶ κάτω ὀδόντων. τὸ οὖν ἀντιπράσσειν ἀλλήλοις παρὰ φύσιν → we are all made for mutual assistance, as the feet, the hands, and the eyelids, as the rows of the upper and under teeth, from whence it follows that clashing and opposition is perfectly unnatural
m (Text replacement - "Thier" to "Tier") |
|||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0371.png Seite 371]] auch 2 Endgn, = [[ὀρεινός]], im Gebirge sich aufhaltend; ὀρειᾶν Πελειάδων, Pind. N. 2, 11; ὕλη, Aesch. Ag. 483; θῆρες, die | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0371.png Seite 371]] auch 2 Endgn, = [[ὀρεινός]], im Gebirge sich aufhaltend; ὀρειᾶν Πελειάδων, Pind. N. 2, 11; ὕλη, Aesch. Ag. 483; θῆρες, die Tiere des Gebirges, Soph. Phil. 925; ποίμνια, O. R. 1028; Eur. Suppl. 49 u. öfter; [[δρυμός]], Bergwald, Hipp. 1127; [[θεά]], Rhian. 9 (VI, 173), von der Rhea, wie Eur. Hel. 1317; Ar. Av. 746; νάπαι, ib. 740; [[γένος]], νομῆς, Plat. Critia. 109 d; Legg. III, 677 b; λαγωοί, Xen. Cyn. 5, 17; Sp., [[γυνή]], Luc. D. D. 20, 3; auch vom Orte, gebirgig, Λοκρῶν ὄρειοι πρῶνες, Soph. Trach. 785; in ion. Form [[οὔρειος]], H. h. Merc. 244. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 05:29, 27 October 2023
English (LSJ)
α, ον, also ος, ον Plu.2.965c, Luc.Demon.2, DDeor.20.3; Ep. οὔρειος:—of or from the mountains, mountain-haunting, νύμφην οὐρείην h.Merc.244, cf. Hes.Fr.198, Phoronis 2; this Ep. form is also used by Trag. and Com. in lyr., S.Ant.352, E.IT127,1126, Ph.806, Ar.Av.1098, etc.; but ὄρειος (which is not only Att. but Ion., v. infr.) in trim., as in A.Ag.497, S.Ph.937; Μήτηρ ὀρεία, of Rhea, Ar.Av.746 (lyr.); Ion. gen., Μητρὸς Ὀρέης IG12(7).75 (Amorgos); Ion.acc. pl., πέτρας ὀρείας Hippon.35.5: in Prose, ὄρειοί τινες.. νομῆς Pl.Lg.677b, cf. Criti.109d; opp. ἄγροικος, of animals, Arist.HA488b2; so ὀρειότερος Opp.C.2.22.
German (Pape)
[Seite 371] auch 2 Endgn, = ὀρεινός, im Gebirge sich aufhaltend; ὀρειᾶν Πελειάδων, Pind. N. 2, 11; ὕλη, Aesch. Ag. 483; θῆρες, die Tiere des Gebirges, Soph. Phil. 925; ποίμνια, O. R. 1028; Eur. Suppl. 49 u. öfter; δρυμός, Bergwald, Hipp. 1127; θεά, Rhian. 9 (VI, 173), von der Rhea, wie Eur. Hel. 1317; Ar. Av. 746; νάπαι, ib. 740; γένος, νομῆς, Plat. Critia. 109 d; Legg. III, 677 b; λαγωοί, Xen. Cyn. 5, 17; Sp., γυνή, Luc. D. D. 20, 3; auch vom Orte, gebirgig, Λοκρῶν ὄρειοι πρῶνες, Soph. Trach. 785; in ion. Form οὔρειος, H. h. Merc. 244.
French (Bailly abrégé)
α ou ος, ον :
1 de montagne;
2 de montagnard.
Étymologie: ὄρος.
Russian (Dvoretsky)
ὄρειος: эп.-ион. οὔρειος 3 и
1 гористый (Λοκρῶν πρῶνες Soph.);
2 находящийся в горах, горный (ὕλη Aesch.; δρυμός Eur.; νάπαι Arph.; πρέμνον Plut.);
3 обитающий в горах, горный (θῆρες Soph.; λαγωοί Xen.; γένος Plat.);
4 рожденный в горах, т. е. дикий, вольный (θηριώδης καὶ ὄ. Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
ὄρειος: -α, -ον, ὡσαύτως ος, ον, Ἰων. καὶ Ἐπικ. οὔρειος, ὡς τὸ ὀρεινός, ὁ τῶν ὀρέων ἢ εἰς τὰ ὄρη ἀνήκων, Νύμφην οὐρείην Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 244, πρβλ. Ἡσ. Ἀποσπ. 94 Göttl. ὁ Ἰων. οὗτος τύπος εἶναι ὡσαύτως ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Τραγ. ἐν λυρ. χωρίοις, Σοφ. Ἀντ. 352, Εὐρ. Ι. Τ. 127, 1126, Φοίν. 806, κτλ.· ἀλλὰ ὄρειος ἐν ἰαμβ. τριμέτροις, ὡς ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 497, Σοφ. Φιλ. 937· Μήτηρ ὀρεία, ἐπὶ τῆς Ρέας, Ἀριστοφ. Ὄρν. 746· - παρὰ πεζογράφοις, ὄρειοί τινες ... νομῆς Πλάτ. Νόμ. 677Β, πρβλ. Κριτί. 109D ἀντίθετον τῷ ἀγροῖκος, ἐπὶ ζῴων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 30.
English (Slater)
ὄρειος mountain ὀρειᾶν γε Πελειάδων (N. 2.11) πολλοῖς μὲν ἐνάλου, ὀρείου δὲ πολλοῖς ἄγρας ἀκροθινίοις fr. 357.
Greek Monotonic
ὄρειος: -α, -ον και -ος, -ον, Ιων. και Επικ. οὔρειος, αυτός που ανήκει ή προέρχεται από τα βουνά, αυτός που συχνάζει στα βουνά, σε Ομηρ. Ύμν., Τραγ.
Middle Liddell
ὄρειος, η, ον
of or from the mountains, mountain-haunting, Hhymn., Trag.