ὀνίσκος: Difference between revisions

From LSJ

Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher

Menander, Monostichoi, 486
mNo edit summary
m (Text replacement - "===(\w+)===" to "===$1===")
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=oniskos
|Transliteration C=oniskos
|Beta Code=o)ni/skos
|Beta Code=o)ni/skos
|Definition=ὁ, Dim. of [[ὄνος]], but only metaph. :<br><span class="bld">I</span> a sea-fish of the [[gadus]] or [[cod]] kind, Dorio ap. Ath.3.118c, Euthyd. ap. eund.7.315f, Gal.6.721.<br><span class="bld">II</span> prob. [[woodlouse]] (cf. [[ὄνος]] III), Id.12.366, al.<br><span class="bld">III</span> = [[ὄνος]] VII. 1, [[windlass]], [[crane]], Hp.Fract.13, Art.72, Ath.Mech.14.7, Ph.Bel.68.5, Hero Bel. 84.14.<br><span class="bld">IV</span> ὀνίσκος· τεκτονικὸς [[πρίων]], Hsch.
|Definition=ὁ, ''Dim. of'' [[ὄνος]], but only metaph. :<br><span class="bld">I</span> a sea-fish of the [[gadus]] or [[cod]] kind, Dorio ap. Ath.3.118c, Euthyd. ap. eund.7.315f, Gal.6.721.<br><span class="bld">II</span> prob. [[woodlouse]] (cf. [[ὄνος]] III), Id.12.366, al.<br><span class="bld">III</span> = [[ὄνος]] VII. 1, [[windlass]], [[crane]], Hp.Fract.13, Art.72, Ath.Mech.14.7, Ph.Bel.68.5, Hero Bel. 84.14.<br><span class="bld">IV</span> ὀνίσκος· τεκτονικὸς [[πρίων]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0347.png Seite 347]] ὁ, 1) dim. von [[ὄνος]], Eselein, Sp. – 2) ein Meerfisch von der Art des Stockfisches, asellus, Dorio bei Ath. III, 118 c Euthyd. ib. VII, 315 t. – 3) Kellerassel, = [[ἴουλος]], Sp. – 4) eine Zimmermannssäge, Hesych. – 5) wie [[ὄνος]], Winde, Haspel, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0347.png Seite 347]] ὁ, 1) dim. von [[ὄνος]], Eselein, Sp. – 2) ein Meerfisch von der Art des Stockfisches, asellus, Dorio bei Ath. III, 118 c Euthyd. ib. VII, 315 t. – 3) Kellerassel, = [[ἴουλος]], Sp. – 4) eine Zimmermannssäge, Hesych. – 5) wie [[ὄνος]], Winde, Haspel, Sp.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> merluche, <i>poisson de mer</i>;<br /><b>2</b> cloporte, <i>insecte</i>;<br /><b>3</b> [[cabestan]].<br />'''Étymologie:''' dim. de [[ὄνος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀνίσκος''': ὁ, ὑποκορ. τοῦ [[ὄνος]]· ἐν Γλωσσ. [[ὡσαύτως]], ὀνίσκη, ἡ. ΙΙ. [[θαλάσσιος]] ἰχθύς, [[εἶδος]] γάδου, κοινῶς: «γαδαρόψαρον», Λατ. asellus, Δωρίων παρ’ Ἀθην. 118C, Εὐθύδ. [[αὐτόθι]] 315F· ἴδε σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκρ. σ. 48. ΙΙΙ. ἔντομόν τι, ἴδε [[ἴουλος]] IV, Γαλην. IV. ὡς τὸ [[ὄνος]] VII, 1, [[μοχλός]], ἀνυψωτικὴ μηχανὴ ἢ [[γέρανος]], Λατιν. sucula, Ἱππ. Ἀγμ. 761· ἡ λαβὴ τοῦ ἀνυψωτικοῦ μοχλοῦ, ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 834. V. «τεκτονικὸς [[πρίων]]» Ἡσύχ. ― Ἴδε Κόντου Κριτικὰς καὶ Γραμματικὰς Παρατηρ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Ζ΄, σ. 314.
|lstext='''ὀνίσκος''': ὁ, ὑποκορ. τοῦ [[ὄνος]]· ἐν Γλωσσ. [[ὡσαύτως]], ὀνίσκη, ἡ. ΙΙ. [[θαλάσσιος]] ἰχθύς, [[εἶδος]] γάδου, κοινῶς: «γαδαρόψαρον», Λατ. asellus, Δωρίων παρ’ Ἀθην. 118C, Εὐθύδ. [[αὐτόθι]] 315F· ἴδε σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκρ. σ. 48. ΙΙΙ. ἔντομόν τι, ἴδε [[ἴουλος]] IV, Γαλην. IV. ὡς τὸ [[ὄνος]] VII, 1, [[μοχλός]], ἀνυψωτικὴ μηχανὴ ἢ [[γέρανος]], Λατιν. sucula, Ἱππ. Ἀγμ. 761· ἡ λαβὴ τοῦ ἀνυψωτικοῦ μοχλοῦ, ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 834. V. «τεκτονικὸς [[πρίων]]» Ἡσύχ. ― Ἴδε Κόντου Κριτικὰς καὶ Γραμματικὰς Παρατηρ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Ζ΄, σ. 314.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> merluche, <i>poisson de mer</i>;<br /><b>2</b> cloporte, <i>insecte</i>;<br /><b>3</b> cabestan.<br />'''Étymologie:''' dim. de [[ὄνος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[ὀνίσκος]], θηλ. [[ὀνίσκη]]) [[όνος]]<br /><b>1.</b> (υποκορ. του όνος) [[γαϊδουράκι]]<br /><b>2.</b> [[λόγια]] [[ονομασία]] γένους ψαριών το οποίο, σύμφωνα με τη σημερινή [[ταξινόμηση]], ανήκει στην [[οικογένεια]] gadidae, ο [[γάδος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ζωολ.</b> [[γένος]] και [[τυπικός]] [[εκπρόσωπος]] της υπόταξης [[ονισκοειδή]] τών καρκινοειδών ισοπόδων, κν. [[γουρουνάκι]]<br /><b>2.</b> <b>ναυτ.</b> [[είδος]] βαρούλκου το οποίο χρησιμοποιείται [[κυρίως]] σε μικρά εμπορικά [[σκάφη]] για την [[έλξη]] ή την [[ανύψωση]] βαρέων αντικειμένων, αλλ. όνευος<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[έλαιο]] ονίσκου» — [[μουρουνέλαιο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είδος]] εντόμου όμοιου με τη [[σκολόπενδρα]] ή τον πολύποδα, [[σαρανταποδαρούσα]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] μοχλού, ανυψωτική [[μηχανή]] ή, κατ' άλλους, η [[λαβή]] του ανυψωτικού μοχλού<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ὀνίσκος]]<br />τεκτονικὸς [[πρίων]]».
|mltxt=ο (Α [[ὀνίσκος]], θηλ. [[ὀνίσκη]]) [[όνος]]<br /><b>1.</b> (υποκορ. του όνος) [[γαϊδουράκι]]<br /><b>2.</b> [[λόγια]] [[ονομασία]] γένους ψαριών το οποίο, σύμφωνα με τη σημερινή [[ταξινόμηση]], ανήκει στην [[οικογένεια]] gadidae, ο [[γάδος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ζωολ.</b> [[γένος]] και [[τυπικός]] [[εκπρόσωπος]] της υπόταξης [[ονισκοειδή]] τών καρκινοειδών ισοπόδων, κν. [[γουρουνάκι]]<br /><b>2.</b> <b>ναυτ.</b> [[είδος]] βαρούλκου το οποίο χρησιμοποιείται [[κυρίως]] σε μικρά εμπορικά [[σκάφη]] για την [[έλξη]] ή την [[ανύψωση]] βαρέων αντικειμένων, αλλ. όνευος<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[έλαιο]] ονίσκου» — [[μουρουνέλαιο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είδος]] εντόμου όμοιου με τη [[σκολόπενδρα]] ή τον πολύποδα, [[σαρανταποδαρούσα]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] μοχλού, ανυψωτική [[μηχανή]] ή, κατ' άλλους, η [[λαβή]] του ανυψωτικού μοχλού<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ὀνίσκος]]<br />τεκτονικὸς [[πρίων]]».
}}
{{trml
|trtx====[[pulley]]===
Arabic: مَنْجُور‎; Armenian: ճախարակ; Basque: txirrika, polea; Bulgarian: макара, скрипец; Catalan: politja, corriola; Chinese Mandarin: 滑車, 滑车, 滑輪, 滑轮; Czech: kladka; Danish: trisse; Dutch: [[katrol]]; Esperanto: pulio; Finnish: väkipyörä, pylpyrä; French: [[poulie]]; Georgian: ჭოჭონაქი; German: [[Rolle]]; Greek: [[τροχαλία]]; Ancient Greek: [[ἀντίσπαστος]], [[ἀντίον]], [[ἄσπαστον]], [[ἀνασπαστήριον]], [[ἀρτέμων]], [[ἀρτέμων]], [[ἐπιδρομίς]], [[μάγγανον]], [[ὀνίσκος]], [[ὄνος]], [[περιαγωγεύς]], [[τροχαλία]], [[τροχαρέα]], [[τροχελλέα]], [[τροχηλιά]], [[τροχηλία]], [[τροχιλεία]], [[τροχιλεῖον]], [[τροχιλία]], [[τροχιλίδιον]], [[τροχιλίη]], [[τροχιλλέα]]; Hebrew: גלגלת‎; Hungarian: csiga; Icelandic: trissa, talía; Indonesian: katrol; Irish: ulóg, puilín; Italian: [[carrucola]], [[puleggia]]; Japanese: 滑車; Khmer: រ៉ក; Korean: 도르래; Latin: [[trochlea]]; Maori: tauru; Mon: ရံက်; Norwegian Bokmål: trinse, trisse; Papiamentu: katròl; Portuguese: [[roldana]]; Romanian: scripete; Russian: [[блок]], [[шкив]]; Serbo-Croatian Cyrillic: чекрк; Roman: čekrk; Slovak: kladka; Slovene: škripec; Spanish: [[polea]], [[roldana]]; Swedish: trissa; Tagalog: tangkalag, kalo; Telugu: కప్పీ, గిలక; Thai: รอก; Turkish: makara; Vietnamese: ròng rọc
}}
}}

Latest revision as of 13:41, 30 October 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀνίσκος Medium diacritics: ὀνίσκος Low diacritics: ονίσκος Capitals: ΟΝΙΣΚΟΣ
Transliteration A: onískos Transliteration B: oniskos Transliteration C: oniskos Beta Code: o)ni/skos

English (LSJ)

ὁ, Dim. of ὄνος, but only metaph. :
I a sea-fish of the gadus or cod kind, Dorio ap. Ath.3.118c, Euthyd. ap. eund.7.315f, Gal.6.721.
II prob. woodlouse (cf. ὄνος III), Id.12.366, al.
III = ὄνος VII. 1, windlass, crane, Hp.Fract.13, Art.72, Ath.Mech.14.7, Ph.Bel.68.5, Hero Bel. 84.14.
IV ὀνίσκος· τεκτονικὸς πρίων, Hsch.

German (Pape)

[Seite 347] ὁ, 1) dim. von ὄνος, Eselein, Sp. – 2) ein Meerfisch von der Art des Stockfisches, asellus, Dorio bei Ath. III, 118 c Euthyd. ib. VII, 315 t. – 3) Kellerassel, = ἴουλος, Sp. – 4) eine Zimmermannssäge, Hesych. – 5) wie ὄνος, Winde, Haspel, Sp.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 merluche, poisson de mer;
2 cloporte, insecte;
3 cabestan.
Étymologie: dim. de ὄνος.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνίσκος: ὁ, ὑποκορ. τοῦ ὄνος· ἐν Γλωσσ. ὡσαύτως, ὀνίσκη, ἡ. ΙΙ. θαλάσσιος ἰχθύς, εἶδος γάδου, κοινῶς: «γαδαρόψαρον», Λατ. asellus, Δωρίων παρ’ Ἀθην. 118C, Εὐθύδ. αὐτόθι 315F· ἴδε σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκρ. σ. 48. ΙΙΙ. ἔντομόν τι, ἴδε ἴουλος IV, Γαλην. IV. ὡς τὸ ὄνος VII, 1, μοχλός, ἀνυψωτικὴ μηχανὴ ἢ γέρανος, Λατιν. sucula, Ἱππ. Ἀγμ. 761· ἡ λαβὴ τοῦ ἀνυψωτικοῦ μοχλοῦ, ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 834. V. «τεκτονικὸς πρίων» Ἡσύχ. ― Ἴδε Κόντου Κριτικὰς καὶ Γραμματικὰς Παρατηρ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Ζ΄, σ. 314.

Greek Monolingual

ο (Α ὀνίσκος, θηλ. ὀνίσκη) όνος
1. (υποκορ. του όνος) γαϊδουράκι
2. λόγια ονομασία γένους ψαριών το οποίο, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια gadidae, ο γάδος
νεοελλ.
1. ζωολ. γένος και τυπικός εκπρόσωπος της υπόταξης ονισκοειδή τών καρκινοειδών ισοπόδων, κν. γουρουνάκι
2. ναυτ. είδος βαρούλκου το οποίο χρησιμοποιείται κυρίως σε μικρά εμπορικά σκάφη για την έλξη ή την ανύψωση βαρέων αντικειμένων, αλλ. όνευος
3. φρ. «έλαιο ονίσκου» — μουρουνέλαιο
αρχ.
1. είδος εντόμου όμοιου με τη σκολόπενδρα ή τον πολύποδα, σαρανταποδαρούσα
2. είδος μοχλού, ανυψωτική μηχανή ή, κατ' άλλους, η λαβή του ανυψωτικού μοχλού
3. (κατά τον Ησύχ.) «ὀνίσκος
τεκτονικὸς πρίων».

Translations

pulley

Arabic: مَنْجُور‎; Armenian: ճախարակ; Basque: txirrika, polea; Bulgarian: макара, скрипец; Catalan: politja, corriola; Chinese Mandarin: 滑車, 滑车, 滑輪, 滑轮; Czech: kladka; Danish: trisse; Dutch: katrol; Esperanto: pulio; Finnish: väkipyörä, pylpyrä; French: poulie; Georgian: ჭოჭონაქი; German: Rolle; Greek: τροχαλία; Ancient Greek: ἀντίσπαστος, ἀντίον, ἄσπαστον, ἀνασπαστήριον, ἀρτέμων, ἀρτέμων, ἐπιδρομίς, μάγγανον, ὀνίσκος, ὄνος, περιαγωγεύς, τροχαλία, τροχαρέα, τροχελλέα, τροχηλιά, τροχηλία, τροχιλεία, τροχιλεῖον, τροχιλία, τροχιλίδιον, τροχιλίη, τροχιλλέα; Hebrew: גלגלת‎; Hungarian: csiga; Icelandic: trissa, talía; Indonesian: katrol; Irish: ulóg, puilín; Italian: carrucola, puleggia; Japanese: 滑車; Khmer: រ៉ក; Korean: 도르래; Latin: trochlea; Maori: tauru; Mon: ရံက်; Norwegian Bokmål: trinse, trisse; Papiamentu: katròl; Portuguese: roldana; Romanian: scripete; Russian: блок, шкив; Serbo-Croatian Cyrillic: чекрк; Roman: čekrk; Slovak: kladka; Slovene: škripec; Spanish: polea, roldana; Swedish: trissa; Tagalog: tangkalag, kalo; Telugu: కప్పీ, గిలక; Thai: รอก; Turkish: makara; Vietnamese: ròng rọc