γυμνότης: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "<b>NT</b>" to "NT")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ητος (ἡ) :<br />nudité;<br /><b>[[NT]]</b>: dénuement.<br />'''Étymologie:''' [[γυμνός]].
|btext=ητος (ἡ) :<br />nudité;<br />[[NT]]: dénuement.<br />'''Étymologie:''' [[γυμνός]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 07:40, 15 November 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γυμνότης Medium diacritics: γυμνότης Low diacritics: γυμνότης Capitals: ΓΥΜΝΟΤΗΣ
Transliteration A: gymnótēs Transliteration B: gymnotēs Transliteration C: gymnotis Beta Code: gumno/ths

English (LSJ)

-ητος, ἡ,
A nakedness, LXX De.28.48,Ep.Rom.8.35,M.Ant. 10.27; γ.ψυχική Ph.1.77.
2 bare statement, τῶν προτάσεων D.H. Rh.10.6.

Spanish (DGE)

-ητος, ἡ
1 desnudez γ. καὶ ὅλου καὶ μέρεος Hp.Alim.16, διὰ γυμνότητα καὶ κρύος οὐ προθυμουμένων Polyaen.3.9.34, ἡ αἰσχύνη τῆς γυμνότητός σου Apoc.3.18, cf. Corn.ND 30, Diodor.T.Gen.M.33.1568C, rel. la pobreza ἐν λιμῷ καὶ ἐν δίψει καὶ ἐν γυμνότητι LXX De.28.48, cf. Ep.Rom.8.35, 2Ep.Cor.11.27
fig. ref. la sencillez o la pureza ἵν' ὑπομιμνῃσκώμεθα ... τῆς καθαρότητος καὶ τῆς γυμνότητος M.Ant.11.27, sent. espiritual Ἰακὼβ γυμνότητος ἐρᾷ ψυχικῆς Ph.1.77.
2 ret. concisión, parquedad, falta de adornos μία ... ἀτεχνία ἡ τῶν προτάσεων γ. D.H.Rh.10.6.

German (Pape)

[Seite 510] ητος, ἡ, Nacktheit, Dürftigkeit, N. T.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
nudité;
NT: dénuement.
Étymologie: γυμνός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γυμνότης -ητος, ἡ [γυμνός] naaktheid.

Russian (Dvoretsky)

γυμνότης: ητος ἡ нагота (ἐν ψύχει καὶ γυμνότητι NT).

English (Strong)

from γυμνός; nudity (absolute or comparative): nakedness.

English (Thayer)

γυμνότητός, ἡ (γυμνός), nakedness: of the body, αἰσχύνη, 3); used of want of clothing, Antoninus 11,27.)

Greek Monotonic

γυμνότης: -ητος, ἡ (γυμνός), γύμνια, γυμνότητα, σε Καινή Διαθήκη

Greek (Liddell-Scott)

γυμνότης: -ητος, ἡ, ἡ κατάστασις τοῦ γυμνοῦ, Ἑβδ. (Δευτ. κη΄48), Κ.Δ.

Middle Liddell

γυμνός
nakedness, NTest.

Chinese

原文音譯:gumnÒthj 錦挪帖士
詞類次數:名詞(3)
原文字根:赤裸的 相當於: (עֵירֹם‎)
字義溯源:赤身,赤貧,穿著不足的,赤身露體;源自(γυμνός)*=赤裸的)
出現次數:總共(3);羅(1);林後(1);啓(1)
譯字彙編
1) 赤身露體(2) 羅8:35; 林後11:27;
2) 赤身(1) 啓3:18