συγχράομαι: Difference between revisions
οὐκ ἔστιν χαίρειν τοῖς ἀσεβέσιν → no rest for the wicked, no peace to the wicked
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2;") |
m (Text replacement - " N. T." to " N.T.") |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sygchraomai | |Transliteration C=sygchraomai | ||
|Beta Code=sugxra/omai | |Beta Code=sugxra/omai | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> [[make use of]], [[avail oneself of]], <b class="b3">τῇ συμμαχίᾳ τοῖς καιροῖς</b>, etc., Plb.1.8.1, 18.51.6, etc.; πρὸς τὴν ἀδικίαν ταῖς ναυσί Id.4.6.2; <b class="b3">συναγωνιστῇ τῷ ποταμῷ</b> as a coadjutor, Id.3.14.5; τῇ ἀπὸ τῶν φίλων εὐνοίᾳ ''SIG''685.45 (Crete, ii B.C.); πόρῳ ''OGI''544.23 (Ancyra, ii A.D.); of commercial dealings, σ. τῇ νήσῳ ''Peripl.M.Rubr.''31: generally, [[have dealings]], [[associate with]], Σαμαρείταις ''Ev.Jo.''4.9, cf. Diog.Oen.''Fr.''64.<br><span class="bld">II</span> [[borrow jointly]], τινῶν τριήρεις Plb.1.20.14:—Pass., σιτικὰ τὰ συγχρησθέντα ''PPetr.''2p.64 (iii B.C., cf. ''Arch.Pap.''3.518). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0971.png Seite 971]] (s. [[χράομαι]]), dep. med., mit oder zugleich brauchen, mit verbrauchen, Pol. 3, 14, 5 u. öfter, u. Sp.; – leihen von Einem, παρὰ Ταραντίνων συγχρησάμενος πεντηκοντόρους, Pol. 1, 20, 14; – umgchen mit Einem, τινί, N. T. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0971.png Seite 971]] (s. [[χράομαι]]), dep. med., mit oder zugleich brauchen, mit verbrauchen, Pol. 3, 14, 5 u. öfter, u. Sp.; – leihen von Einem, παρὰ Ταραντίνων συγχρησάμενος πεντηκοντόρους, Pol. 1, 20, 14; – umgchen mit Einem, τινί, [[NT|N.T.]] | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=-ῶμαι;<br /><b>I.</b> user de qch d'accord avec son prope | |btext=-ῶμαι;<br /><b>I.</b> [[user de qch d'accord avec son prope intérêt]] ; profiter de, τινι;<br /><b>II.</b> <i>particul.</i><br /><b>1</b> [[emprunter]];<br /><b>2</b> avoir des relations de commerce avec, τινι;<br /><b>3</b> [[avoir commerce]] <i>ou</i> s'associer avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[χράομαι]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Latest revision as of 10:30, 23 November 2023
English (LSJ)
A make use of, avail oneself of, τῇ συμμαχίᾳ τοῖς καιροῖς, etc., Plb.1.8.1, 18.51.6, etc.; πρὸς τὴν ἀδικίαν ταῖς ναυσί Id.4.6.2; συναγωνιστῇ τῷ ποταμῷ as a coadjutor, Id.3.14.5; τῇ ἀπὸ τῶν φίλων εὐνοίᾳ SIG685.45 (Crete, ii B.C.); πόρῳ OGI544.23 (Ancyra, ii A.D.); of commercial dealings, σ. τῇ νήσῳ Peripl.M.Rubr.31: generally, have dealings, associate with, Σαμαρείταις Ev.Jo.4.9, cf. Diog.Oen.Fr.64.
II borrow jointly, τινῶν τριήρεις Plb.1.20.14:—Pass., σιτικὰ τὰ συγχρησθέντα PPetr.2p.64 (iii B.C., cf. Arch.Pap.3.518).
German (Pape)
[Seite 971] (s. χράομαι), dep. med., mit oder zugleich brauchen, mit verbrauchen, Pol. 3, 14, 5 u. öfter, u. Sp.; – leihen von Einem, παρὰ Ταραντίνων συγχρησάμενος πεντηκοντόρους, Pol. 1, 20, 14; – umgchen mit Einem, τινί, N.T.
French (Bailly abrégé)
-ῶμαι;
I. user de qch d'accord avec son prope intérêt ; profiter de, τινι;
II. particul.
1 emprunter;
2 avoir des relations de commerce avec, τινι;
3 avoir commerce ou s'associer avec, τινι.
Étymologie: σύν, χράομαι.
Russian (Dvoretsky)
συγχράομαι:
1 одновременно или совместно пользоваться: σ. τινι πρός τι Polyb. пользоваться чем-л. для чего-л.;
2 брать взаймы (τι παρά τινος Polyb.);
3 общаться (τισι NT).
Greek (Liddell-Scott)
συγχράομαι: μέλλ. -ήσομαι, ἀποθετ., ποιοῦμαι χρῆσιν ἀπὸ κοινοῦ, καθόλου, μεταχειρίζομαί τι, ὠφελοῦμαι ἔκ τινος, τῇ συμμαχίᾳ, τοῖς καιροῖς, κτλ., Πολύβ. 1. 8, 1., 18. 34, 6, κτλ.· ταῖς ναυσὶ πρός τι ὁ αὐτ. 4. 6, 2· τινι συναγωνιστῇ, μεταχειρίζομαι ὡς βοηθόν, ὁ αὐτ. 3. 14, 5· ἐπὶ ἐμπορικῶν σχέσεων, σ. τῇ νήσῳ Ἀρρ. Περίπλ. Ἐρυθρ. Θαλάσσ. σελ. 159· καθόλου, ἔχω σχέσεις, ἢ συναναστρέφομαι, Εὐαγγ. κ. Ἰω. δ΄, 9· ἐπὶ σαρκικῆς μίξεως, Βυζ. ΙΙ. δανείζομαι ἀπό κοινοῦ, τί τινος, παρά τινος, Πολύβ. 1. 20, 14.
English (Strong)
from σύν and χράομαι; to use jointly, i.e. (by implication) to hold intercourse in common: have dealings with.
English (Thayer)
(T WH συνχράομαι), συγχρωμαι; to use with anyone, use jointly (Polybius, Diodorus (Philo)); with the dative of a person, to associate with, to have dealings with: Tdf. omits; WH brackets the clause οὐ γάρ ... Σαμαρ.).
Greek Monotonic
συγχράομαι: μέλ. -ήσομαι, αποθ.·
I. κάνω χρήση από κοινού με κάποιον, επωφελούμαι από κάποιον ή κάτι, με δοτ., σε Πολύβ.· γενικά, έχω δοσοληψίες με κάποιον, τινι, σε Καινή Διαθήκη
II. δανείζομαι από κοινού, τί τινος, κάτι από κάποιον, σε Πολύβ.
Middle Liddell
fut. ήσομαι
Dep.
I. to make joint use of, avail oneself of, c. dat., Polyb.: generally to have dealings with, τινι NTest.
II. to borrow jointly, τί τινος something from another, Polyb.
Chinese
原文音譯:sugcr£omai 尋格-赫拉哦買
詞類次數:動詞(1)
原文字根:共同-用
字義溯源:同用,結交,來往;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=一同)與(χράομαι)*=對待,供應)組成
出現次數:總共(1);約(1)
譯字彙編:
1) 來往(1) 約4:9