συγχύνω: Difference between revisions

From LSJ

εὐνοεῖσθαι ὑπό θεῶν και ὑπό γυναικῶν → be liked by gods and women, be loved by gods and women, be favored by gods and women, be favoured by gods and women

Source
(nl)
m (Text replacement - " N. T." to " N.T.")
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sygchyno
|Transliteration C=sygchyno
|Beta Code=sugxu/nw
|Beta Code=sugxu/nw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">confound</b>, by reasoning, <span class="bibl"><span class="title">Act.Ap.</span>9.22</span>:—Pass., <span class="bibl">A.D. <span class="title">Pron.</span>104.12</span>.</span>
|Definition=[[confound]], by reasoning, ''Act.Ap.''9.22:—Pass., A.D. ''Pron.''104.12.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0972.png Seite 972]] sp. Form für [[συγχέω]], N. T.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0972.png Seite 972]] sp. Form für [[συγχέω]], [[NT|N.T.]]
}}
{{ls
|lstext='''συγχύνω''': [[ἐμβάλλω]] εἰς σύγχυσιν, εἰς ἀπορίαν διὰ λογικῆς συζητήσεως, Σαῦλος δὲ [[μᾶλλον]] ἐνεδυναμοῦτο καὶ συνέχυνε τοὺς Ἰουδαίους Πράξ. Ἀποστ. θ΄, 22.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>c.</i> [[συγχέω]].
|btext=<i>c.</i> [[συγχέω]].
}}
}}
{{grml
{{elnl
|mltxt=Α<br />[[επιφέρω]] σε κάποιον [[σύγχυση]], [[προκαλώ]] ψυχική [[ταραχή]] ή [[δημιουργώ]] [[απορία]] («Σαῡλος δὲ μᾱλλον ἐνεδυναμοῡτο καὶ συνέχυνε τοὺς Ἰουδαίους», ΚΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[χύνω]], [[άλλος]] τ. ενεστ. [[αντί]] του <i>χέω</i>].
|elnltext=συγχύνω [~ συγχέω] [[in verwarring brengen]].
}}
{{elru
|elrutext='''συγχύνω:''' NT = [[συγχέω]] 8.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />[[επιφέρω]] σε κάποιον [[σύγχυση]], [[προκαλώ]] ψυχική [[ταραχή]] ή [[δημιουργώ]] [[απορία]] («Σαῡλος δὲ μᾱλλον ἐνεδυναμοῡτο καὶ συνέχυνε τοὺς Ἰουδαίους», ΚΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[χύνω]], [[άλλος]] τ. ενεστ. [[αντί]] του <i>χέω</i>].
|mltxt=Α<br />[[επιφέρω]] σε κάποιον [[σύγχυση]], [[προκαλώ]] ψυχική [[ταραχή]] ή [[δημιουργώ]] [[απορία]] («Σαῡλος δὲ μᾶλλον ἐνεδυναμοῦτο καὶ συνέχυνε τοὺς Ἰουδαίους», ΚΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[χύνω]], [[άλλος]] τ. ενεστ. [[αντί]] του <i>χέω</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συγχύνω:''' μόνο σε ενεστ., = [[συγχέω]], [[αναμειγνύω]], [[ανακατεύω]], σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''συγχύνω:''' μόνο σε ενεστ., = [[συγχέω]], [[αναμειγνύω]], [[ανακατεύω]], σε Καινή Διαθήκη
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συγχύνω:''' NT = [[συγχέω]] 8.
|lstext='''συγχύνω''': [[ἐμβάλλω]] εἰς σύγχυσιν, εἰς ἀπορίαν διὰ λογικῆς συζητήσεως, Σαῦλος δὲ [[μᾶλλον]] ἐνεδυναμοῦτο καὶ συνέχυνε τοὺς Ἰουδαίους Πράξ. Ἀποστ. θ΄, 22.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=only in pres., = [[συγχέω]]<br />to [[confound]], NTest.
}}
}}
{{elnl
{{Chinese
|elnltext=συγχύνω [~ συγχέω] in verwarring brengen.
|sngr='''原文音譯''':sugcÚnw, (sugcšw) 尋格虛挪<br />'''詞類次數''':動詞(5)<br />'''原文字根''':共同-流<br />'''字義溯源''':雜亂地摻合,紛紛亂亂,亂,納悶,駁倒,激起,煽動,混亂,聳動;由([[σύν]] / [[συνεπίσκοπος]])*=共同)與([[Χερούβ]])X*=灌注,流出)組成。參讀 ([[ἀνασείω]])  ([[παραβιάζομαι]])同義字<br />'''出現次數''':總共(5);徒(5)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 都亂了(1) 徒21:31;<br />2) 就聳動(1) 徒21:27;<br />3) 紛紛亂亂(1) 徒19:32;<br />4) 駁倒(1) 徒9:22;<br />5) 納悶(1) 徒2:6
}}
}}

Latest revision as of 10:34, 23 November 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγχύνω Medium diacritics: συγχύνω Low diacritics: συγχύνω Capitals: ΣΥΓΧΥΝΩ
Transliteration A: synchýnō Transliteration B: synchynō Transliteration C: sygchyno Beta Code: sugxu/nw

English (LSJ)

confound, by reasoning, Act.Ap.9.22:—Pass., A.D. Pron.104.12.

German (Pape)

[Seite 972] sp. Form für συγχέω, N.T.

French (Bailly abrégé)

c. συγχέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγχύνω [~ συγχέω] in verwarring brengen.

Russian (Dvoretsky)

συγχύνω: NT = συγχέω 8.

Greek Monolingual

Α
επιφέρω σε κάποιον σύγχυση, προκαλώ ψυχική ταραχή ή δημιουργώ απορία («Σαῡλος δὲ μᾶλλον ἐνεδυναμοῦτο καὶ συνέχυνε τοὺς Ἰουδαίους», ΚΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -χύνω, άλλος τ. ενεστ. αντί του χέω].

Greek Monotonic

συγχύνω: μόνο σε ενεστ., = συγχέω, αναμειγνύω, ανακατεύω, σε Καινή Διαθήκη

Greek (Liddell-Scott)

συγχύνω: ἐμβάλλω εἰς σύγχυσιν, εἰς ἀπορίαν διὰ λογικῆς συζητήσεως, Σαῦλος δὲ μᾶλλον ἐνεδυναμοῦτο καὶ συνέχυνε τοὺς Ἰουδαίους Πράξ. Ἀποστ. θ΄, 22.

Middle Liddell

only in pres., = συγχέω
to confound, NTest.

Chinese

原文音譯:sugcÚnw, (sugcšw) 尋格虛挪
詞類次數:動詞(5)
原文字根:共同-流
字義溯源:雜亂地摻合,紛紛亂亂,亂,納悶,駁倒,激起,煽動,混亂,聳動;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=共同)與(Χερούβ)X*=灌注,流出)組成。參讀 (ἀνασείω) (παραβιάζομαι)同義字
出現次數:總共(5);徒(5)
譯字彙編
1) 都亂了(1) 徒21:31;
2) 就聳動(1) 徒21:27;
3) 紛紛亂亂(1) 徒19:32;
4) 駁倒(1) 徒9:22;
5) 納悶(1) 徒2:6