δίκερως: Difference between revisions

From LSJ

τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "Arist. ''HA''" to "Arist.''HA''")
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=dikeros
|Transliteration C=dikeros
|Beta Code=di/kerws
|Beta Code=di/kerws
|Definition=ων, Orph. ''Fr.'' 274, Arist. ''HA'' 499b18, = [[δικέρως]].
|Definition=ων, Orph. ''Fr.'' 274, [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]'' 499b18, = [[δικέρως]].
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ων<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ῐ-]<br />[[bicorne]] φύσις de la luna, Orph.<i>Fr</i>.274, cf. <i>AP</i> 5.123 (Phld.), <i>Orac.Sib</i>.5.517, de Pan <i>AP</i> 9.142, de Adonis, Orph.<i>H</i>.56.6<br /><b class="num">•</b>de ciertos animales μώνυχον δὲ καὶ δ. οὐδὲν ὦπται no se ha visto ningún solípedo y a la vez bicorne</i> Arist.<i>HA</i> 499<sup>b</sup>18, δ. καὶ ταυροειδής del insecto ciervo volante, Horap.1.10.
|dgtxt=-ων<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ῐ-]<br />[[bicorne]] φύσις de la luna, Orph.<i>Fr</i>.274, cf. <i>AP</i> 5.123 (Phld.), <i>Orac.Sib</i>.5.517, de Pan <i>AP</i> 9.142, de Adonis, Orph.<i>H</i>.56.6<br /><b class="num">•</b>de ciertos animales μώνυχον δὲ καὶ δ. οὐδὲν ὦπται no se ha visto ningún solípedo y a la vez bicorne</i> Arist.<i>HA</i> 499<sup>b</sup>18, δ. καὶ ταυροειδής del insecto ciervo volante, Horap.1.10.
}}
{{bailly
|btext=ως, ων ; <i>gén.</i> ωτος;<br />[[à deux cornes]].<br />'''Étymologie:''' [[δίς]], [[κέρας]].
}}
{{pape
|ptext=ωτος, = [[δικέραιος]], Arist. <i>H.A</i>. 2.1; Pan, <i>H.h</i>. 18 2; <i>Ep.adesp</i>. 261 (IX.142); <i>der Bock</i>, Agath. 29 (VI.32).
}}
{{elru
|elrutext='''δίκερως:''' 2, gen. ωτος двурогий ([[Πάν]] HH; ''[[sc.]]'' [[ζῷον]] Arst.; [[τράγος]] Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δίκερως''': -ωτος, ὁ, ἡ, δύο κέρατα ἔχων, Ὕμν. Ὁμ. 18.2, Ἀνθ. Π. 6.32, κτλ.· [[ὡσαύτως]] [[δίκερως]], ων, Ἀριστ. Ἱ.Ζ.5.4, 32.
|lstext='''δίκερως''': -ωτος, ὁ, ἡ, δύο κέρατα ἔχων, Ὕμν. Ὁμ. 18.2, Ἀνθ. Π. 6.32, κτλ.· [[ὡσαύτως]] [[δίκερως]], ων, Ἀριστ. Ἱ.Ζ.5.4, 32.
}}
{{bailly
|btext=ως, ων ; <i>gén.</i> ωτος;<br />à deux cornes.<br />'''Étymologie:''' [[δίς]], [[κέρας]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 24: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δίκερως:''' -ωτος, ὁ, ἡ ([[κέρας]]), αυτός που έχει [[δύο]] κέρατα, σε Ομηρ. Ύμν.
|lsmtext='''δίκερως:''' -ωτος, ὁ, ἡ ([[κέρας]]), αυτός που έχει [[δύο]] κέρατα, σε Ομηρ. Ύμν.
}}
{{elru
|elrutext='''δίκερως:''' 2, gen. ωτος двурогий ([[Πάν]] HH; sc. [[ζῷον]] Arst.; [[τράγος]] Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=δί-κερως, ωτος, <i>n</i> [[κέρας]]<br />two-[[horned]], Hhymn.
|mdlsjtxt=δί-κερως, ωτος, <i>n</i> [[κέρας]]<br />two-[[horned]], Hhymn.
}}
}}

Latest revision as of 21:45, 24 November 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δίκερως Medium diacritics: δίκερως Low diacritics: δίκερως Capitals: ΔΙΚΕΡΩΣ
Transliteration A: díkerōs Transliteration B: dikerōs Transliteration C: dikeros Beta Code: di/kerws

English (LSJ)

ων, Orph. Fr. 274, Arist.HA 499b18, = δικέρως.

Spanish (DGE)

-ων
• Prosodia: [-ῐ-]
bicorne φύσις de la luna, Orph.Fr.274, cf. AP 5.123 (Phld.), Orac.Sib.5.517, de Pan AP 9.142, de Adonis, Orph.H.56.6
de ciertos animales μώνυχον δὲ καὶ δ. οὐδὲν ὦπται no se ha visto ningún solípedo y a la vez bicorne Arist.HA 499b18, δ. καὶ ταυροειδής del insecto ciervo volante, Horap.1.10.

French (Bailly abrégé)

ως, ων ; gén. ωτος;
à deux cornes.
Étymologie: δίς, κέρας.

German (Pape)

ωτος, = δικέραιος, Arist. H.A. 2.1; Pan, H.h. 18 2; Ep.adesp. 261 (IX.142); der Bock, Agath. 29 (VI.32).

Russian (Dvoretsky)

δίκερως: 2, gen. ωτος двурогий (Πάν HH; sc. ζῷον Arst.; τράγος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

δίκερως: -ωτος, ὁ, ἡ, δύο κέρατα ἔχων, Ὕμν. Ὁμ. 18.2, Ἀνθ. Π. 6.32, κτλ.· ὡσαύτως δίκερως, ων, Ἀριστ. Ἱ.Ζ.5.4, 32.

Greek Monolingual

(-ωτος), ο (Α δίκερως, ο, η και δίκερως, -ων)
νεοελλ.
ο μαύρος ρινόκερος της Αφρικής
αρχ.
(για ζώα ή για τη σελήνη) αυτός που έχει δύο κέρατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- (< δις) + κερως < πιθ. γεν. κέρα (σ)ος της λ. κέρας (πρβλ. άκερως)].

Greek Monotonic

δίκερως: -ωτος, ὁ, ἡ (κέρας), αυτός που έχει δύο κέρατα, σε Ομηρ. Ύμν.

Middle Liddell

δί-κερως, ωτος, n κέρας
two-horned, Hhymn.