μεμψίμοιρος: Difference between revisions

From LSJ

ὀφθαλμοὶ γὰρ τῶν ὤτων ἀκριβέστεροι μάρτυρες → the eyes are more accurate witnesses than the ears, the eyes are more exact witnesses than the ears

Source
(CSV import)
m (Text replacement - "Arist.''HA''" to "Arist.''HA''")
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=mempsimoiros
|Transliteration C=mempsimoiros
|Beta Code=memyi/moiros
|Beta Code=memyi/moiros
|Definition=ον, [[faultfinding]], [[criticizing]], [[querulous]], <span class="bibl">Isoc. 12.8</span>, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">Char.</span>17.2</span>, <span class="bibl">Phld.<span class="title">Lib.</span>p.42</span> O., <span class="bibl"><span class="title">Ep.Jud.</span>16</span>, <span class="bibl">Luc.<span class="title">Tim.</span>13</span>, etc.; τὸ μ. Plu.2.50b: Comp., γυνὴ ἀνδρὸς -ότερον <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>608b10</span>.
|Definition=μεμψίμοιρον, [[faultfinding]], [[criticizing]], [[querulous]], Isoc. 12.8, [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Characters|Char.]]''17.2, Phld.''Lib.''p.42 O., ''Ep.Jud.''16, Luc.''Tim.''13, etc.; τὸ μ. Plu.2.50b: Comp., γυνὴ ἀνδρὸς -ότερον [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''608b10.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui se plaint de son sort.<br />'''Étymologie:''' [[μέμφομαι]], [[μοῖρα]].
|btext=ος, ον :<br />[[qui se plaint de son sort]].<br />'''Étymologie:''' [[μέμφομαι]], [[μοῖρα]].
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 41: Line 41:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=παραπονιάρης). Σύνθετο ἀπό τό [[μέμφομαι]] + [[μοῖρα]]. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό [[ρῆμα]] [[μέμφομαι]].
|mantxt=(=[[παραπονιάρης]]). Σύνθετο ἀπό τό [[μέμφομαι]] + [[μοῖρα]]. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό [[ρῆμα]] [[μέμφομαι]].
}}
}}

Latest revision as of 22:00, 24 November 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεμψῐμοιρος Medium diacritics: μεμψίμοιρος Low diacritics: μεμψίμοιρος Capitals: ΜΕΜΨΙΜΟΙΡΟΣ
Transliteration A: mempsímoiros Transliteration B: mempsimoiros Transliteration C: mempsimoiros Beta Code: memyi/moiros

English (LSJ)

μεμψίμοιρον, faultfinding, criticizing, querulous, Isoc. 12.8, Thphr. Char.17.2, Phld.Lib.p.42 O., Ep.Jud.16, Luc.Tim.13, etc.; τὸ μ. Plu.2.50b: Comp., γυνὴ ἀνδρὸς -ότερον Arist.HA608b10.

German (Pape)

[Seite 130] der über sein Schicksal klagt, mit seinem Loose nicht zufrieden ist, der immer klagt, verdrießlich ist; vom Alter Isocr. 12, 8 δυσάρεστον, μικρολόγον, μεμψίμοιρον, ὥςτε πολλάκις ἤδη τὴν φύσιν τὴν ἐμαυτοῦ κατεμεμψάμην; Sp. oft, wie Luc. bis accus. 2 Tim. 13. Eine Comödie des Antidotus hieß ἡ μ., Ath. XIV, 656 e. – Adv., Poll. 3, 139.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui se plaint de son sort.
Étymologie: μέμφομαι, μοῖρα.

Russian (Dvoretsky)

μεμψίμοιρος: (ψῐ) жалующийся на свою судьбу, недовольный Isocr., Arst., Luc., NT.

Greek (Liddell-Scott)

μεμψίμοιρος: -ον, ὁ μεμφόμενος τὴν μοῖράν του, «παραπονιάρης», Ἰσοκρ. 234C, Λουκ. Τίμ. 13, κτλ.· συγκρ. -ότερος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 7. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μεμψίμοιρος· μεμφόμενος τὸ ἀγαθόν· ἢ φιλεγκλήμων, ἢ φιλαίτιος».

English (Strong)

from a presumed derivative of μέμφομαι and moira (fate; akin to the base of μέρος); blaming fate, i.e. querulous (discontented): complainer.

English (Thayer)

μεμψιμοιρον (μέμφομαι, and μοῖρα fate, lot), complaining of one's lot, querulous, discontented: Isocrates, p. 234c. (p. 387, Lange edition); Aristotle, h. a. 9,1 (p. 608b, 10); Theophrastus, char. 17,1; Lucian, dial. deor. 20,4; Plutarch, de ira cohib. c. 13.)

Greek Monolingual

-η, -ο (Α μεμψίμοιρος, -ον)
αυτός που παραπονείται κατά της μοίρας του, παραπονιάρης, γκρινιάρης («οὗτοί εἰσι γογγυσταί, μεμψίμοιροι, κατὰ τὰς ἐπιθυμίας αὐτῶν πορευόμενοι», ΚΔ)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ μεμψίμοιρον
η μεμψιμοιρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεμψι- (< μέμφομαι, πρβλ. μέμφις) + -μοιρος (< μοῖρα), πρβλ. κακόμοιρος, σύνθετο του τύπου τερψίμβροτος].

Greek Monotonic

μεμψίμοιρος: -ον (μοῖρα), αυτός που παραπονιέται για τη μοίρα του, που δεν είναι ικανοποιημένος με τίποτε, παραπονιάρης, σε Ισοκρ., Λουκ.

Middle Liddell

μεμψί-μοιρος, ον μοῖρα
complaining of one's fate, repining, querulous, Isocr., Luc.

Chinese

原文音譯:memy⋯moiroj 面普士-衣妹羅士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:指責-(對)我
字義溯源:指責的成因,好埋怨的,吹毛求疵的,發怨言的,訴苦,批評,不平的;由(μέμφομαι)*=指責)與(ἐγώ)X*=禍福,結局)組成;其中 (ἐγώ)X*類似(μέρος)=份或分享),而 (μέρος)出自(μείζων)X=分得的份*)
出現次數:總共(1);猶(1)
譯字彙編
1) 發怨言的(1) 猶1:16

Mantoulidis Etymological

(=παραπονιάρης). Σύνθετο ἀπό τό μέμφομαι + μοῖρα. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα μέμφομαι.