Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἰνώδης: Difference between revisions

From LSJ

Ἓν οἶδα, ὅτι οὐδὲν οἶδα → I know only one thing, that I know nothing | all I know is that I know nothing.

Diogenes Laertius, Lives of the Philosophers, Book 2 sec. 32.
(Bailly1_3)
m (Text replacement - "Arist.''HA''" to "Arist.''HA''")
 
(19 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=inodis
|Transliteration C=inodis
|Beta Code=i)nw/dhs
|Beta Code=i)nw/dhs
|Definition=[<b class="b3">ῑ], ες</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">fibrous</b>, of parts of animals, <span class="bibl">X.<span class="title">Cyn.</span>4.1</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span> 497a21</span>; ἰνωδέστατον αἷμα <span class="bibl">Id.<span class="title">PA</span>651a3</span>; of vegetables, <b class="b3">φλοιός, φύλλον</b>, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>3.12.1</span>,<span class="bibl">5</span>, cf. Dsc.4.20; <b class="b2">sinewy</b>, <span class="bibl">X.<span class="title">Cyn.</span>4.1</span>.</span>
|Definition=[ῑ], ες, [[fibrous]], of parts of animals, X.''Cyn.''4.1, [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]'' 497a21; ἰνωδέστατον αἷμα Id.''PA''651a3; of vegetables, [[φλοιός]], [[φύλλον]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 3.12.1,5, cf. Dsc.4.20; [[sinewy]], X.''Cyn.''4.1.
}}
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />[[rempli de fibre]], [[nerveux]].<br />'''Étymologie:''' [[ἴς]], -ωδης.
}}
{{elru
|elrutext='''ἰνώδης:''' (ῑ) [ἴς]<br /><b class="num">1</b> [[полный волокон]], [[волокнистый]] ([[αἷμα]] Arst.);<br /><b class="num">2</b> [[жилистый]], [[сильный]], [[крепкий]] (κεφαλὴ [[κυνός]] Xen.; δεσμοί Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰνώδης''': ῑ, -ες, ([[εἶδος]]) [[πλήρης]] ἰνῶν, ἐπὶ μερῶν τοῦ σώματος ζῴου, Ξέν. Κυν. 4. 1, Ἀριστ. π. τ. Ζ. Ἱστ. 1. 17, 17· ἐπὶ τοῦ αἵματος, τὸ γὰρ [[αἷμα]] τούτων (δηλ. τῶν ταύρων καὶ κάπρων) ἰνωδέστατον ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 2. 4, 6· ἐπὶ φυτῶν ἢ λαχάνων, [[φλοιός]], φύλον Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 12, 1 καὶ 5.
|lstext='''ἰνώδης''': ῑ, -ες, ([[εἶδος]]) [[πλήρης]] ἰνῶν, ἐπὶ μερῶν τοῦ σώματος ζῴου, Ξέν. Κυν. 4. 1, Ἀριστ. π. τ. Ζ. Ἱστ. 1. 17, 17· ἐπὶ τοῦ αἵματος, τὸ γὰρ [[αἷμα]] τούτων (δηλ. τῶν ταύρων καὶ κάπρων) ἰνωδέστατον ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 2. 4, 6· ἐπὶ φυτῶν ἢ λαχάνων, [[φλοιός]], φύλον Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 12, 1 καὶ 5.
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=ης, ες :<br />rempli de fibre, nerveux.<br />'''Étymologie:''' [[ἴς]], -ωδης.
|mltxt=-ες (Α [[ἰνώδης]], -ῶδες)<br />αυτός που έχει πολλές ίνες ή αυτός που σχηματίζεται από τη [[συνένωση]] ινών («[[ινώδης]] [[ιστός]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ινώδες</i><br />δυσδιάλυτη [[πρωτεΐνη]] που προκύπτει από το [[ινωδογόνο]] [[κατά]] τη [[διάρκεια]] του σχηματισμού του, όταν πήζει το [[αίμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἴς</i>, <i>ἰνός</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ώδης</i> ([[πρβλ]]. [[μυώδης]], [[νευρώδης]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἰνώδης:''' [ῑ], -ες ([[εἶδος]]), [[γεμάτος]] από ίνες, [[ινώδης]], λέγεται για μέρη του σώματος των ζώων, σε Ξεν.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἰ¯ν-ώδης, ες [[εἶδος]]<br />[[fibrous]], of parts of animals, Xen.
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=γεμάτος [[νεῦρα]]). Σύνθετο ἀπό τό [[ἴς]] + [[εἶδος]]. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στή λέξη [[ἴς]].
}}
}}

Latest revision as of 22:20, 24 November 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰνώδης Medium diacritics: ἰνώδης Low diacritics: ινώδης Capitals: ΙΝΩΔΗΣ
Transliteration A: inṓdēs Transliteration B: inōdēs Transliteration C: inodis Beta Code: i)nw/dhs

English (LSJ)

[ῑ], ες, fibrous, of parts of animals, X.Cyn.4.1, Arist.HA 497a21; ἰνωδέστατον αἷμα Id.PA651a3; of vegetables, φλοιός, φύλλον, Thphr. HP 3.12.1,5, cf. Dsc.4.20; sinewy, X.Cyn.4.1.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
rempli de fibre, nerveux.
Étymologie: ἴς, -ωδης.

Russian (Dvoretsky)

ἰνώδης: (ῑ) [ἴς]
1 полный волокон, волокнистый (αἷμα Arst.);
2 жилистый, сильный, крепкий (κεφαλὴ κυνός Xen.; δεσμοί Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἰνώδης: ῑ, -ες, (εἶδος) πλήρης ἰνῶν, ἐπὶ μερῶν τοῦ σώματος ζῴου, Ξέν. Κυν. 4. 1, Ἀριστ. π. τ. Ζ. Ἱστ. 1. 17, 17· ἐπὶ τοῦ αἵματος, τὸ γὰρ αἷμα τούτων (δηλ. τῶν ταύρων καὶ κάπρων) ἰνωδέστατον ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 2. 4, 6· ἐπὶ φυτῶν ἢ λαχάνων, φλοιός, φύλον Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 12, 1 καὶ 5.

Greek Monolingual

-ες (Α ἰνώδης, -ῶδες)
αυτός που έχει πολλές ίνες ή αυτός που σχηματίζεται από τη συνένωση ινών («ινώδης ιστός»)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το ινώδες
δυσδιάλυτη πρωτεΐνη που προκύπτει από το ινωδογόνο κατά τη διάρκεια του σχηματισμού του, όταν πήζει το αίμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴς, ἰνός + κατάλ. -ώδης (πρβλ. μυώδης, νευρώδης)].

Greek Monotonic

ἰνώδης: [ῑ], -ες (εἶδος), γεμάτος από ίνες, ινώδης, λέγεται για μέρη του σώματος των ζώων, σε Ξεν.

Middle Liddell

ἰ¯ν-ώδης, ες εἶδος
fibrous, of parts of animals, Xen.

Mantoulidis Etymological

(=γεμάτος νεῦρα). Σύνθετο ἀπό τό ἴς + εἶδος. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στή λέξη ἴς.