αὔχα: Difference between revisions
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
m (Text replacement - "τὸ ἀλαζονικόν, τὸ γαῦρον, τὸ κομπῶδες" to "τὸ ἀλαζονικόν, τὸ γαῦρον, τὸ κομπῶδες, τὸ μεγάλαυχον") |
||
Line 10: | Line 10: | ||
{{trml | {{trml | ||
|trtx====[[boasting]]=== | |trtx====[[boasting]]=== | ||
Azerbaijani: lovğalıq; Dutch: [[opschepperij]]; Finnish: rehenteleväisyys, öykkärimäisyys, pöyhkeys; German: [[Angeben]], [[Angabe]], [[Großprahlerei]], [[Prahlen]], [[Prahlerei]]; Greek: [[αμετροέπεια]], [[καυχησιά]], [[καυχησιολογία]], [[καύχος]], [[κομπασμός]], [[λεονταρισμοί]], [[μεγάλα λόγια]], [[μεγαλαυχία]], [[μεγαληγορία]], [[μεγαλορρημοσύνη]], [[μεγαλοστομία]], [[μεγαλοστομίες]], [[ξιπασιά]], [[στόμφος]], [[υπερβολές]], [[φανφαρονισμός]]; Ancient Greek: [[ἀλαζονεία]], [[ἀλαζονία]], [[αὔχη]], [[αὔχημα]], [[αὔχησις]], [[εὖγμα]], [[εὐχωλή]], [[καύχησις]], [[καῦχος]], [[κομπαγωγία]], [[κομπασμός]], [[κόμπασμα]], [[κομπεία]], [[κομπία]], [[ψολοκομπία]], [[κουφολογία]], [[λάπισμα]], [[μεγαλαυχία]], [[μεγαλορρημονία]], [[ὄγκος]], [[περιαυτολογία]], [[περπερεία]], [[πλατυσμός]], [[σεμνολογία]], [[τὸ ἀλαζονικόν]], [[τὸ γαῦρον]], [[τὸ κομπῶδες]], [[ὑπερηφανία]], [[ὑψηλολογία]]; Irish: mórtas; Latin: [[iactantia]]; Malayalam: ദുരഭിമാനം; Spanish: [[jactancia]], [[fanfarronería]]; Swedish: skrytsamhet, skryt, skrävel | Azerbaijani: lovğalıq; Dutch: [[opschepperij]]; Finnish: rehenteleväisyys, öykkärimäisyys, pöyhkeys; German: [[Angeben]], [[Angabe]], [[Großprahlerei]], [[Prahlen]], [[Prahlerei]]; Greek: [[αμετροέπεια]], [[καυχησιά]], [[καυχησιολογία]], [[καύχος]], [[κομπασμός]], [[λεονταρισμοί]], [[μεγάλα λόγια]], [[μεγαλαυχία]], [[μεγαληγορία]], [[μεγαλορρημοσύνη]], [[μεγαλοστομία]], [[μεγαλοστομίες]], [[ξιπασιά]], [[στόμφος]], [[υπερβολές]], [[φανφαρονισμός]]; Ancient Greek: [[ἀλαζονεία]], [[ἀλαζονία]], [[αὔχη]], [[αὔχημα]], [[αὔχησις]], [[εὖγμα]], [[εὐχωλή]], [[καύχησις]], [[καῦχος]], [[κομπαγωγία]], [[κομπασμός]], [[κόμπασμα]], [[κομπεία]], [[κομπία]], [[ψολοκομπία]], [[κουφολογία]], [[λάπισμα]], [[μεγαλαυχία]], [[μεγαλορρημονία]], [[ὄγκος]], [[περιαυτολογία]], [[περπερεία]], [[πλατυσμός]], [[σεμνολογία]], [[τὸ ἀλαζονικόν]], [[τὸ γαῦρον]], [[τὸ κομπῶδες]], [[τὸ μεγάλαυχον]], [[ὑπερηφανία]], [[ὑψηλολογία]]; Irish: mórtas; Latin: [[iactantia]]; Malayalam: ദുരഭിമാനം; Spanish: [[jactancia]], [[fanfarronería]]; Swedish: skrytsamhet, skryt, skrävel | ||
}} | }} |
Latest revision as of 17:17, 23 January 2024
English (Slater)
αὔχα self-confidence, pride (v. Barrett on Eur., Hipp. 952) ἀλλὰ βροτῶν τὸν μὲν κενεόφρονες αὖχαι ἐξ ἀγαθῶν ἔβαλον (N. 11.29) cf. Lobel on P. Oxy. 2637, fr. 1a. 13, 37.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): αὐχά Hsch.
jactancia, orgullo, αὔχα γλυκερά Ibyc.220.13S., μ[είζο] ν' αὔχαν τίθεμαι περὶ τούτων Ibyc.221.5S., κενεόφρονες αὖχαι vanas jactancias Pi.N.11.29, cf. Hsch.
Russian (Dvoretsky)
αὔχη: дор. αὔχα ἡ только pl. гордыня, высокомерие Pind.
Translations
boasting
Azerbaijani: lovğalıq; Dutch: opschepperij; Finnish: rehenteleväisyys, öykkärimäisyys, pöyhkeys; German: Angeben, Angabe, Großprahlerei, Prahlen, Prahlerei; Greek: αμετροέπεια, καυχησιά, καυχησιολογία, καύχος, κομπασμός, λεονταρισμοί, μεγάλα λόγια, μεγαλαυχία, μεγαληγορία, μεγαλορρημοσύνη, μεγαλοστομία, μεγαλοστομίες, ξιπασιά, στόμφος, υπερβολές, φανφαρονισμός; Ancient Greek: ἀλαζονεία, ἀλαζονία, αὔχη, αὔχημα, αὔχησις, εὖγμα, εὐχωλή, καύχησις, καῦχος, κομπαγωγία, κομπασμός, κόμπασμα, κομπεία, κομπία, ψολοκομπία, κουφολογία, λάπισμα, μεγαλαυχία, μεγαλορρημονία, ὄγκος, περιαυτολογία, περπερεία, πλατυσμός, σεμνολογία, τὸ ἀλαζονικόν, τὸ γαῦρον, τὸ κομπῶδες, τὸ μεγάλαυχον, ὑπερηφανία, ὑψηλολογία; Irish: mórtas; Latin: iactantia; Malayalam: ദുരഭിമാനം; Spanish: jactancia, fanfarronería; Swedish: skrytsamhet, skryt, skrävel