ἐπηγορία: Difference between revisions
ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis
m (LSJ1 replacement) |
mNo edit summary |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπηγορία]], η (AM) [[επηγορεύω]]<br />[[ονομασία]], [[προσηγορία]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κατηγορία]], [[επίπληξη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[επηγορεύω]] με [[επίδραση]] του [[κατηγορία]]. | |mltxt=[[ἐπηγορία]], η (AM) [[επηγορεύω]]<br />[[ονομασία]], [[προσηγορία]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κατηγορία]], [[επίπληξη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[επηγορεύω]] με [[επίδραση]] του [[κατηγορία]]. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[censure]]=== | |||
Armenian: պարսավանք, նախատինք; Old Armenian: դսրով; Bulgarian: неодобрение; Catalan: censura; Finnish: moittiminen; Galician: censura; German: [[Tadel]], [[Zurechtweisung]], [[Kritik]], [[Ermahnung]], [[Tadeln]], [[Zurechtweisen]], [[Kritisieren]], [[Ermahnen]]; Greek: [[κριτική]], [[επίκριση]], [[μομφή]]; Ancient Greek: [[ἐγκλησία]], [[ἐπηγορία]], [[ἐπίπλαξις]], [[ἐπίπληξις]], [[ἐπιτίμημα]], [[κάκισις]], [[κακισμός]], [[κατάγνωσις]], [[κατηγόρημα]], [[μέμψις]], [[μομφή]], [[μῦμαρ]], [[μῶμαρ]], [[μώμημα]], [[μώμησις]], [[μῶμος]], [[ὀνείδισμα]], [[ὄνειδος]], [[ὄνοσις]], [[ψέξις]], [[ψόγος]]; Middle English: blame; Russian: [[порицание]], [[нарекание]]; Sanskrit: निन्दा; Spanish: [[censura]]; Tagalog: pula; Tocharian B: nāki; Ukrainian: осуд, засудження; Zazaki: sansur | |||
}} | }} |
Latest revision as of 21:41, 31 January 2024
English (LSJ)
ἡ, accusation, blame, D.C.55.18,al., Them.Or.11.152b; cj. in Pi.Fr. 122.
German (Pape)
[Seite 920] ἡ, Beschuldigung, Anklage, D. Cass. 55, 18 u. öfter, u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπηγορία: ἡ, μομφή, ὡς τὸ κατηγορία, Δίων Κ. 55. 18. Ὁ Δωρικ. τύπος ἐπαγορία ἀπαντᾷ παρ’ Ἡσυχ. «ἐπαγορίαν ἔχει· ἐπίμωμός ἐστιν». ΙΙ. = προσηγορία, Εὐσέβ. ἐν Βίῳ Κωνστ. 1. 31., 2. 19, κ. ἀλλ.
Greek Monolingual
ἐπηγορία, η (AM) επηγορεύω
ονομασία, προσηγορία
αρχ.
κατηγορία, επίπληξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επηγορεύω με επίδραση του κατηγορία.
Translations
censure
Armenian: պարսավանք, նախատինք; Old Armenian: դսրով; Bulgarian: неодобрение; Catalan: censura; Finnish: moittiminen; Galician: censura; German: Tadel, Zurechtweisung, Kritik, Ermahnung, Tadeln, Zurechtweisen, Kritisieren, Ermahnen; Greek: κριτική, επίκριση, μομφή; Ancient Greek: ἐγκλησία, ἐπηγορία, ἐπίπλαξις, ἐπίπληξις, ἐπιτίμημα, κάκισις, κακισμός, κατάγνωσις, κατηγόρημα, μέμψις, μομφή, μῦμαρ, μῶμαρ, μώμημα, μώμησις, μῶμος, ὀνείδισμα, ὄνειδος, ὄνοσις, ψέξις, ψόγος; Middle English: blame; Russian: порицание, нарекание; Sanskrit: निन्दा; Spanish: censura; Tagalog: pula; Tocharian B: nāki; Ukrainian: осуд, засудження; Zazaki: sansur