ευανθής: Difference between revisions

From LSJ

Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam

Menander, Monostichoi, 129
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (ΑΜ [[εὐανθής]], -ές)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ή παράγει ωραία και [[πολλά]] [[άνθη]] («εὐανθὴς καὶ [[εὐώδης]] [[τόπος]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ανθηρός]], [[θαλερός]], [[ωραίος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] στολισμένος με [[άνθη]]<br /><b>2.</b> (για φυτά) αυτός που έχει πλούσια άνθιση, που ανθίζει άνετα, ελεύθερα, άφθονα<br /><b>3.</b> [[φαιδρός]], [[λαμπρός]] («[[χρώμα]] ευανθές», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[κόκκινος]], [[ροδόχρους]] («αἰδοῑ, ἧς οὐδὲν εὐανθέστερον [[χρῶμα]]», Κλήμ. Αλ.)<br /><b>5.</b> (για τις πρώτες [[τρίχες]] τών γενείων ή για πρόσ. και καταστάσεις) [[ωραίος]], [[ανθηρός]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «τὸ εὐανθὲς τοῦ ὄρνιθος» — τα [[λαμπρά]] χρώματα του πτηνού<br />β) «εὐανθὴς [[ὀργή]]» — [[ευγενικός]] [[τρόπος]] (<b>Πίνδ.</b>)<br />γ) (για [[σύγκριση]]) «[[ἅλμη]] εὐανθεστέρα» — [[άλμη]] αλμυρότερη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ανθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[άνθος]]), [[πρβλ]]. <i>πολυ</i>-<i>ανθής</i>, <i>χλο</i>-<i>ανθής</i>].
|mltxt=-ές (ΑΜ [[εὐανθής]], -ές)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ή παράγει ωραία και [[πολλά]] [[άνθη]] («εὐανθὴς καὶ [[εὐώδης]] [[τόπος]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ανθηρός]], [[θαλερός]], [[ωραίος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] στολισμένος με [[άνθη]]<br /><b>2.</b> (για φυτά) αυτός που έχει πλούσια άνθιση, που ανθίζει άνετα, ελεύθερα, άφθονα<br /><b>3.</b> [[φαιδρός]], [[λαμπρός]] («[[χρώμα]] ευανθές», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[κόκκινος]], [[ροδόχρους]] («αἰδοῖ, ἧς οὐδὲν εὐανθέστερον [[χρῶμα]]», Κλήμ. Αλ.)<br /><b>5.</b> (για τις πρώτες [[τρίχες]] τών γενείων ή για πρόσ. και καταστάσεις) [[ωραίος]], [[ανθηρός]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «τὸ εὐανθὲς τοῦ ὄρνιθος» — τα [[λαμπρά]] χρώματα του πτηνού<br />β) «εὐανθὴς [[ὀργή]]» — [[ευγενικός]] [[τρόπος]] (<b>Πίνδ.</b>)<br />γ) (για [[σύγκριση]]) «[[ἅλμη]] εὐανθεστέρα» — [[άλμη]] αλμυρότερη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ανθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[άνθος]]), [[πρβλ]]. [[πολυανθής]], [[χλοανθής]]].
}}
}}

Latest revision as of 14:28, 6 February 2024

Greek Monolingual

-ές (ΑΜ εὐανθής, -ές)
1. αυτός που έχει ή παράγει ωραία και πολλά άνθη («εὐανθὴς καὶ εὐώδης τόπος», Πλάτ.)
2. ανθηρός, θαλερός, ωραίος
αρχ.
1. αυτός που είναι στολισμένος με άνθη
2. (για φυτά) αυτός που έχει πλούσια άνθιση, που ανθίζει άνετα, ελεύθερα, άφθονα
3. φαιδρός, λαμπρόςχρώμα ευανθές», Πλάτ.)
4. κόκκινος, ροδόχρους («αἰδοῖ, ἧς οὐδὲν εὐανθέστερον χρῶμα», Κλήμ. Αλ.)
5. (για τις πρώτες τρίχες τών γενείων ή για πρόσ. και καταστάσεις) ωραίος, ανθηρός
6. φρ. α) «τὸ εὐανθὲς τοῦ ὄρνιθος» — τα λαμπρά χρώματα του πτηνού
β) «εὐανθὴς ὀργή» — ευγενικός τρόπος (Πίνδ.)
γ) (για σύγκριση) «ἅλμη εὐανθεστέρα» — άλμη αλμυρότερη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -ανθής (< άνθος), πρβλ. πολυανθής, χλοανθής].