εὔανδρος: Difference between revisions

From LSJ

Τὰ χρήματ' ἀνθρώποισιν εὑρίσκει φίλους → Money finds men friends → Invenit amicos hominibus pecunia → Was den Menschen Freunde findet, ist das Geld

Menander, Monostichoi, 500
(Bailly1_2)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(25 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eyandros
|Transliteration C=eyandros
|Beta Code=eu)/andros
|Beta Code=eu)/andros
|Definition=ον, (ἀνήρ) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">abounding in good men and true</b>, Σπάρτα <span class="bibl">Tyrt.15.1</span>; <b class="b3">χώρα, γᾶ</b>, <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>1.40</span>, <span class="bibl">E.<span class="title">Tr.</span>229</span> (lyr.), <span class="bibl">Ar.<span class="title">Nu.</span>300</span> (lyr.), etc.; εὐανδροτάτη πόλις Plu.2.209e. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">prosperous to men</b>, συμφοραί <span class="bibl">A.<span class="title">Eu.</span>1031</span>.</span>
|Definition=εὔανδρον, ([[ἀνήρ]])<br><span class="bld">A</span> [[abounding in good men and true]], Σπάρτα Tyrt.15.1; [[χώρα]], [[γᾶ]], Pi.''P.''1.40, E.''Tr.''229 (lyr.), Ar.''Nu.''300 (lyr.), etc.; εὐανδροτάτη πόλις Plu.2.209e.<br><span class="bld">II</span> [[prosperous to men]], συμφοραί A.''Eu.''1031.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1056.png Seite 1056]] reich an guten, tapfern Männern, γῆ Κέκροπος Ar. Nuhb. 300; [[χώρα]], [[μητρόπολις]], Pind. P. 1, 40 N. 5, 9; Eur. Τr. 229. – Bei Aesch. εὔανδροι συμφοραί, Männer beglückend, Eum. 985.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1056.png Seite 1056]] reich an guten, tapfern Männern, γῆ Κέκροπος Ar. Nuhb. 300; [[χώρα]], [[μητρόπολις]], Pind. P. 1, 40 N. 5, 9; Eur. Τr. 229. – Bei Aesch. εὔανδροι συμφοραί, Männer beglückend, Eum. 985.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> [[abondant en hommes beaux]], [[forts]], [[courageux]];<br /><b>2</b> [[qui rend les hommes heureux]];<br /><i>Sp.</i> εὐανδρότατος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ἀνήρ]].
}}
{{elru
|elrutext='''εὔανδρος:'''<br /><b class="num">1</b> [[изобилующий мужественными людьми]] ([[χώρα]] Pind.; γῆ Eur., Arph.; [[πόλις]] Plut.);<br /><b class="num">2</b> [[делающий счастливым]], [[приносящий счастье]] (συμφοραί Aesch.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εὔανδρος''': -ον, ([[ἀνήρ]]) ἔχων ἀφθονίαν ἀγαθῶν καὶ γενναίων ἀνδρῶν, Τυρταῖος 12. 1, Πινδ. Π. 1. 77, Εὐρ. Τρῳ. 229, κτλ.· εὐανδροτάτη [[πόλις]] Πλούτ. 2. 209Ε. ΙΙ. εὐτυχίαν φέρων εἰς τοὺς ἀνθρώπους, συμφοραὶ Αἰσχύλ. Εὐμ. 1031.
|lstext='''εὔανδρος''': -ον, ([[ἀνήρ]]) ἔχων ἀφθονίαν ἀγαθῶν καὶ γενναίων ἀνδρῶν, Τυρταῖος 12. 1, Πινδ. Π. 1. 77, Εὐρ. Τρῳ. 229, κτλ.· εὐανδροτάτη [[πόλις]] Πλούτ. 2. 209Ε. ΙΙ. εὐτυχίαν φέρων εἰς τοὺς ἀνθρώπους, συμφοραὶ Αἰσχύλ. Εὐμ. 1031.
}}
}}
{{bailly
{{Slater
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> abondant en hommes beaux, forts, courageux;<br /><b>2</b> qui rend les hommes heureux;<br /><i>Sp.</i> εὐανδρότατος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ἀνήρ]].
|sltr=[[εὔανδρος]], -ον</b> of [[fine]] men ἐθελήσαις [[ταῦτα]] νόῳ [[τιθέμεν]] εὔανδρόν τε χώραν zeugma, [[make]] the [[land]] [[flourish]] [[with]] men (P. 1.40) ([[Αἴγινα]]) [[τάν]] ποτ' εὔανδρόν τε καὶ ναυσικλυτὰν θέσσαντο (N. 5.9)
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[εὔανδρος]], -ον)<br />(για έθνη ή χώρες ή πόλεις) αυτός που έχει πολλούς ενάρετους και γενναίους άνδρες («η εύανδρη Ήπειρος»)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που φέρνει [[ευτυχία]] στους ανθρώπους («[[ὅπως]] ἂν [[εὔφρων]] ἥδε [[ὁμιλία]] χθονὸς τὸ λοιπὸν εὐάνδροισιν συμφοραῖς πρέπῃ» — για να φανεί καλόγνωμη αυτή η [[συντροφιά]] και να δίνει στη γη μας άλκιμα ανθρώπινα βλαστάρια, <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ανδρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ανήρ]]), [[πρβλ]]. [[άνανδρος]], [[φίλανδρος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὔανδρος:''' -ον ([[ἀνήρ]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που είναι [[άφθονος]] σε γενναίους άνδρες, σε Τυρτ., Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που φέρνει [[ευτυχία]], [[ευημερία]] στους ανθρώπους, σε Αισχύλ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=εὔ-ανδρος, ον [[ἀνήρ]]<br /><b class="num">I.</b> abounding in [[good]] men, Tyrtae., Eur., etc.<br /><b class="num">II.</b> [[prosperous]] to men, Aesch.
}}
}}

Latest revision as of 14:29, 6 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔανδρος Medium diacritics: εὔανδρος Low diacritics: εύανδρος Capitals: ΕΥΑΝΔΡΟΣ
Transliteration A: eúandros Transliteration B: euandros Transliteration C: eyandros Beta Code: eu)/andros

English (LSJ)

εὔανδρον, (ἀνήρ)
A abounding in good men and true, Σπάρτα Tyrt.15.1; χώρα, γᾶ, Pi.P.1.40, E.Tr.229 (lyr.), Ar.Nu.300 (lyr.), etc.; εὐανδροτάτη πόλις Plu.2.209e.
II prosperous to men, συμφοραί A.Eu.1031.

German (Pape)

[Seite 1056] reich an guten, tapfern Männern, γῆ Κέκροπος Ar. Nuhb. 300; χώρα, μητρόπολις, Pind. P. 1, 40 N. 5, 9; Eur. Τr. 229. – Bei Aesch. εὔανδροι συμφοραί, Männer beglückend, Eum. 985.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 abondant en hommes beaux, forts, courageux;
2 qui rend les hommes heureux;
Sp. εὐανδρότατος.
Étymologie: εὖ, ἀνήρ.

Russian (Dvoretsky)

εὔανδρος:
1 изобилующий мужественными людьми (χώρα Pind.; γῆ Eur., Arph.; πόλις Plut.);
2 делающий счастливым, приносящий счастье (συμφοραί Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

εὔανδρος: -ον, (ἀνήρ) ἔχων ἀφθονίαν ἀγαθῶν καὶ γενναίων ἀνδρῶν, Τυρταῖος 12. 1, Πινδ. Π. 1. 77, Εὐρ. Τρῳ. 229, κτλ.· εὐανδροτάτη πόλις Πλούτ. 2. 209Ε. ΙΙ. εὐτυχίαν φέρων εἰς τοὺς ἀνθρώπους, συμφοραὶ Αἰσχύλ. Εὐμ. 1031.

English (Slater)

εὔανδρος, -ον of fine men ἐθελήσαις ταῦτα νόῳ τιθέμεν εὔανδρόν τε χώραν zeugma, make the land flourish with men (P. 1.40) (Αἴγινα) τάν ποτ' εὔανδρόν τε καὶ ναυσικλυτὰν θέσσαντο (N. 5.9)

Greek Monolingual

-η, -ο (Α εὔανδρος, -ον)
(για έθνη ή χώρες ή πόλεις) αυτός που έχει πολλούς ενάρετους και γενναίους άνδρες («η εύανδρη Ήπειρος»)
αρχ.
αυτός που φέρνει ευτυχία στους ανθρώπους («ὅπως ἂν εὔφρων ἥδε ὁμιλία χθονὸς τὸ λοιπὸν εὐάνδροισιν συμφοραῖς πρέπῃ» — για να φανεί καλόγνωμη αυτή η συντροφιά και να δίνει στη γη μας άλκιμα ανθρώπινα βλαστάρια, Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -ανδρος (< ανήρ), πρβλ. άνανδρος, φίλανδρος].

Greek Monotonic

εὔανδρος: -ον (ἀνήρ),
I. αυτός που είναι άφθονος σε γενναίους άνδρες, σε Τυρτ., Ευρ. κ.λπ.
II. αυτός που φέρνει ευτυχία, ευημερία στους ανθρώπους, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

εὔ-ανδρος, ον ἀνήρ
I. abounding in good men, Tyrtae., Eur., etc.
II. prosperous to men, Aesch.