εσθλός: Difference between revisions

From LSJ

κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐσθλός]], -ή, -όν και δωρ. και αρκαδ. τ. [[ἐσλός]], -ά, -όν και αιολ. ἔσλος (Α)<br /><b>1.</b> [[αγαθός]], [[άξιος]] στο [[είδος]] του (στο [[επάγγελμα]] ή στην ιδιότητά του)<br /><b>2.</b> [[γενναίος]], [[ανδρείος]], [[ισχυρός]]<br /><b>3.</b> [[ευγενής]], [[έξοχος]] («ἐσθλοῡ πατρὸς παῑς», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> (για άλογα) αυτός που ανήκει σε καλή [[ράτσα]]<br /><b>5.</b> [[ηθικός]], [[χρηστός]], [[πιστός]] («ἐσθλὸς [[φίλος]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>6.</b> (για [[σκύλο]]) [[πιστός]], [[ωφέλιμος]]<br /><b>7.</b> (για οιωνούς) [[αίσιος]], [[ευοίωνος]]<br /><b>8.</b> (<b>για πράγμ.</b>) [[αρμόδιος]], [[επιτήδειος]], [[ωφέλιμος]] («πολλὰ καὶ ἐσθλὰ κτήματα», <b>Ομ.</b> Οδ)<br /><b>9.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐσθλόν</i><br />η καλή [[τύχη]], η [[ευτυχία]]<br /><b>10.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἐσθλά</i><br />α) αγαθές πράξεις ή σκέψεις ή ιδέες<br />β) τα [[αγαθά]], η [[περιουσία]]<br /><b>11.</b> <b>φρ.</b> «ἐσθλόν (ἐστί)» — [[είναι]] καλό, [[συμφέρον]] να...<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[εσθλός]] συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>edhate</i> «[[ευμενής]]» και ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>es</i>- «[[είμαι]]» με [[παρέκταση]] -<i>dh</i>- ( <i>esdh</i>-), αν δεν αποτελεί σύνθετο <i>es</i>-<i>dhl</i>-<i>ό</i>: από [[μόρφημα]] <i>es</i>-, [[ρίζα]] του <i>εύς</i> «[[καλός]], [[ανδρείος]], [[ευγενής]]», και β’ σύνθ. -<i>dhl</i>-, μηδενισμένη [[βαθμίδα]] του ΙE <i>dh</i><i>ē</i>-<i>lo</i> «[[θέτω]]» ([[πρβλ]]. αρχ. σλαβ. <i>d</i><i>ě</i><i>lo</i> «[[πράξη]]»). Οι αιολ. τ. <i>έσλος</i>, <i>εσλός</i>, όπως και ο αρκαδ. τ. <i>εσλός</i>, προήλθαν με [[απλοποίηση]] του συμφωνικού συμπλέγματος -<i>σθλ</i>-].
|mltxt=[[ἐσθλός]], -ή, -όν και δωρ. και αρκαδ. τ. [[ἐσλός]], -ά, -όν και αιολ. ἔσλος (Α)<br /><b>1.</b> [[αγαθός]], [[άξιος]] στο [[είδος]] του (στο [[επάγγελμα]] ή στην ιδιότητά του)<br /><b>2.</b> [[γενναίος]], [[ανδρείος]], [[ισχυρός]]<br /><b>3.</b> [[ευγενής]], [[έξοχος]] («ἐσθλοῦ πατρὸς παῖς», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> (για άλογα) αυτός που ανήκει σε καλή [[ράτσα]]<br /><b>5.</b> [[ηθικός]], [[χρηστός]], [[πιστός]] («ἐσθλὸς [[φίλος]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>6.</b> (για [[σκύλο]]) [[πιστός]], [[ωφέλιμος]]<br /><b>7.</b> (για οιωνούς) [[αίσιος]], [[ευοίωνος]]<br /><b>8.</b> (<b>για πράγμ.</b>) [[αρμόδιος]], [[επιτήδειος]], [[ωφέλιμος]] («πολλὰ καὶ ἐσθλὰ κτήματα», <b>Ομ.</b> Οδ)<br /><b>9.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐσθλόν</i><br />η καλή [[τύχη]], η [[ευτυχία]]<br /><b>10.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἐσθλά</i><br />α) αγαθές πράξεις ή σκέψεις ή ιδέες<br />β) τα [[αγαθά]], η [[περιουσία]]<br /><b>11.</b> <b>φρ.</b> «ἐσθλόν (ἐστί)» — [[είναι]] καλό, [[συμφέρον]] να...<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[εσθλός]] συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>edhate</i> «[[ευμενής]]» και ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>es</i>- «[[είμαι]]» με [[παρέκταση]] -<i>dh</i>- ( <i>esdh</i>-), αν δεν αποτελεί σύνθετο <i>es</i>-<i>dhl</i>-<i>ό</i>: από [[μόρφημα]] <i>es</i>-, [[ρίζα]] του <i>εύς</i> «[[καλός]], [[ανδρείος]], [[ευγενής]]», και β’ σύνθ. -<i>dhl</i>-, μηδενισμένη [[βαθμίδα]] του ΙE <i>dh</i><i>ē</i>-<i>lo</i> «[[θέτω]]» ([[πρβλ]]. αρχ. σλαβ. <i>d</i><i>ě</i><i>lo</i> «[[πράξη]]»). Οι αιολ. τ. <i>έσλος</i>, <i>εσλός</i>, όπως και ο αρκαδ. τ. <i>εσλός</i>, προήλθαν με [[απλοποίηση]] του συμφωνικού συμπλέγματος -<i>σθλ</i>-].
}}
}}

Latest revision as of 14:30, 6 February 2024

Greek Monolingual

ἐσθλός, -ή, -όν και δωρ. και αρκαδ. τ. ἐσλός, -ά, -όν και αιολ. ἔσλος (Α)
1. αγαθός, άξιος στο είδος του (στο επάγγελμα ή στην ιδιότητά του)
2. γενναίος, ανδρείος, ισχυρός
3. ευγενής, έξοχος («ἐσθλοῦ πατρὸς παῖς», Σοφ.)
4. (για άλογα) αυτός που ανήκει σε καλή ράτσα
5. ηθικός, χρηστός, πιστός («ἐσθλὸς φίλος», Σοφ.)
6. (για σκύλο) πιστός, ωφέλιμος
7. (για οιωνούς) αίσιος, ευοίωνος
8. (για πράγμ.) αρμόδιος, επιτήδειος, ωφέλιμος («πολλὰ καὶ ἐσθλὰ κτήματα», Ομ. Οδ)
9. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐσθλόν
η καλή τύχη, η ευτυχία
10. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐσθλά
α) αγαθές πράξεις ή σκέψεις ή ιδέες
β) τα αγαθά, η περιουσία
11. φρ. «ἐσθλόν (ἐστί)» — είναι καλό, συμφέρον να...
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. εσθλός συνδέεται με αρχ. ινδ. edhate «ευμενής» και ανάγεται σε ΙΕ ρίζα es- «είμαι» με παρέκταση -dh- ( esdh-), αν δεν αποτελεί σύνθετο es-dhl-ό: από μόρφημα es-, ρίζα του εύς «καλός, ανδρείος, ευγενής», και β’ σύνθ. -dhl-, μηδενισμένη βαθμίδα του ΙE dhē-lo «θέτω» (πρβλ. αρχ. σλαβ. dělo «πράξη»). Οι αιολ. τ. έσλος, εσλός, όπως και ο αρκαδ. τ. εσλός, προήλθαν με απλοποίηση του συμφωνικού συμπλέγματος -σθλ-].