Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

εχίνος: Difference between revisions

From LSJ
Sophocles, Antigone, 781
m (Text replacement - "εῑον" to "εῖον")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (ΑΜ ἐχῑνος, Μ και ἐχῑνος, ἡ και ἐχῑνα)<br /><b>1.</b> ζώο θηλαστικό εντομοφάγο, [[ακανθόχοιρος]], [[σκαντζόχοιρος]]<br /><b>2.</b> [[αχινός]] («ἐχῑνοι... θαλάττιοι», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> το [[κέλυφος]] του καρπού τών κυπελλοφόρων [[φυτών]], π.χ. της καστανιάς, της βαλανιδιάς κ.ά.<br /><b>4.</b> το τρίτο και κύριο [[μέρος]] του στομάχου τών μυρηκαστικών ζώων, όπου [[κυρίως]] γίνεται η [[πέψη]]<br /><b>5.</b> ο [[πρόλοβος]] τών φυτοφάγων πτηνών<br /><b>6.</b> <b>αρχιτ.</b> το κυκλικό, ωοειδές [[μέρος]] του δωρικού και ιωνικού κιονόκρανου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αμυντικό [[μέσο]], με το οποίο φράσσονται οι έξοδοι τών συρματοπλεγμάτων<br /><b>2.</b> [[μηχανικό]] [[σύστημα]] που χρησιμεύει για τη [[μετάδοση]] της κίνησης από έναν άξονα σε [[άλλο]] παράλληλο άξονα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το όστρακο του θαλάσσιου αχινού που χρησιμοποιούσαν πολλές φορές ως [[δοχείο]] για την [[εναπόθεση]] ιατρικών φαρμάκων<br /><b>2.</b> μετάλλινο ή πήλινο [[δοχείο]] στο οποίο κλείνονταν και σφραγίζονταν από τους διαιτητές οι μαρτυρικές αποδείξεις ώς την [[ημέρα]] της δίκης ή της εφέσεως, [[οπότε]] το άνοιγαν («ἐχρῆν αὐτὸ τὸ γραμματεῖον εἰς τὸν ἐχῑνον ἐμβαλεῖν», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>3.</b> [[αγγείο]], [[δοχείο]], [[υδρία]], [[είδος]] χύτρας<br /><b>4.</b> οι τραχηλικοί σπόνδυλοι του κεστρέως (είδους ψαριού)<br /><b>5.</b> [[μέρος]] του χαλινού του αλόγου («τοὺς δ' ἐχίνους ὀξεῑς», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>6.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «οἱ τῶν τειχῶν ἀγκῶνες»<br /><b>7.</b> [[είδος]] πλακούντος πίτας («ἐπὶ τῆς δευτέρας εἰσάγουσι τραπέζης ἐχῑνον», <b>Αθήν.</b>)<br /><b>8.</b> [[είδος]] φυτού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ίσως <span style="color: red;"><</span> [[έχις]] «[[οχιά]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίνο</i>-, πιθ. «αυτός που τρώει τις οχιές». Η λ. [[εχίνος]] χρησιμοποιήθηκε ως υποκατάστατο της λ. <i>χηρ</i> για λόγους ευφημισμού. Συνδέεται με αρμ. <i>ozni</i> (<span style="color: red;"><</span> ΙΕ <i>ogh</i>-<i>ĭn</i>-<i>yo</i>-) με [[επίθημα]] -<i>n</i>- και [[άλλη]] μεταπτωτικη [[βαθμίδα]] ρίζας, λιθ. <i>ežỹs</i>, αρχ. σλαβ. <i>ježĭ</i> (<span style="color: red;"><</span> IE <i>egh</i>-<i>yo</i>-), αρχ. ανω γερμ. <i>igil</i>. Από το [[εχίνος]] προήλθε το νεοελλ. [[αχινός]]].
|mltxt=ο (ΑΜ ἐχῑνος, Μ και ἐχῑνος, ἡ και ἐχῑνα)<br /><b>1.</b> ζώο θηλαστικό εντομοφάγο, [[ακανθόχοιρος]], [[σκαντζόχοιρος]]<br /><b>2.</b> [[αχινός]] («ἐχῑνοι... θαλάττιοι», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> το [[κέλυφος]] του καρπού τών κυπελλοφόρων [[φυτών]], π.χ. της καστανιάς, της βαλανιδιάς κ.ά.<br /><b>4.</b> το τρίτο και κύριο [[μέρος]] του στομάχου τών μυρηκαστικών ζώων, όπου [[κυρίως]] γίνεται η [[πέψη]]<br /><b>5.</b> ο [[πρόλοβος]] τών φυτοφάγων πτηνών<br /><b>6.</b> <b>αρχιτ.</b> το κυκλικό, ωοειδές [[μέρος]] του δωρικού και ιωνικού κιονόκρανου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αμυντικό [[μέσο]], με το οποίο φράσσονται οι έξοδοι τών συρματοπλεγμάτων<br /><b>2.</b> [[μηχανικό]] [[σύστημα]] που χρησιμεύει για τη [[μετάδοση]] της κίνησης από έναν άξονα σε [[άλλο]] παράλληλο άξονα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το όστρακο του θαλάσσιου αχινού που χρησιμοποιούσαν πολλές φορές ως [[δοχείο]] για την [[εναπόθεση]] ιατρικών φαρμάκων<br /><b>2.</b> μετάλλινο ή πήλινο [[δοχείο]] στο οποίο κλείνονταν και σφραγίζονταν από τους διαιτητές οι μαρτυρικές αποδείξεις ώς την [[ημέρα]] της δίκης ή της εφέσεως, [[οπότε]] το άνοιγαν («ἐχρῆν αὐτὸ τὸ γραμματεῖον εἰς τὸν ἐχῖνον ἐμβαλεῖν», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>3.</b> [[αγγείο]], [[δοχείο]], [[υδρία]], [[είδος]] χύτρας<br /><b>4.</b> οι τραχηλικοί σπόνδυλοι του κεστρέως (είδους ψαριού)<br /><b>5.</b> [[μέρος]] του χαλινού του αλόγου («τοὺς δ' ἐχίνους ὀξεῖς», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>6.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «οἱ τῶν τειχῶν ἀγκῶνες»<br /><b>7.</b> [[είδος]] πλακούντος πίτας («ἐπὶ τῆς δευτέρας εἰσάγουσι τραπέζης ἐχῖνον», <b>Αθήν.</b>)<br /><b>8.</b> [[είδος]] φυτού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ίσως <span style="color: red;"><</span> [[έχις]] «[[οχιά]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίνο</i>-, πιθ. «αυτός που τρώει τις οχιές». Η λ. [[εχίνος]] χρησιμοποιήθηκε ως υποκατάστατο της λ. <i>χηρ</i> για λόγους ευφημισμού. Συνδέεται με αρμ. <i>ozni</i> (<span style="color: red;"><</span> ΙΕ <i>ogh</i>-<i>ĭn</i>-<i>yo</i>-) με [[επίθημα]] -<i>n</i>- και [[άλλη]] μεταπτωτικη [[βαθμίδα]] ρίζας, λιθ. <i>ežỹs</i>, αρχ. σλαβ. <i>ježĭ</i> (<span style="color: red;"><</span> IE <i>egh</i>-<i>yo</i>-), αρχ. ανω γερμ. <i>igil</i>. Από το [[εχίνος]] προήλθε το νεοελλ. [[αχινός]]].
}}
}}

Latest revision as of 14:43, 6 February 2024

Greek Monolingual

ο (ΑΜ ἐχῑνος, Μ και ἐχῑνος, ἡ και ἐχῑνα)
1. ζώο θηλαστικό εντομοφάγο, ακανθόχοιρος, σκαντζόχοιρος
2. αχινός («ἐχῑνοι... θαλάττιοι», Αριστοτ.)
3. το κέλυφος του καρπού τών κυπελλοφόρων φυτών, π.χ. της καστανιάς, της βαλανιδιάς κ.ά.
4. το τρίτο και κύριο μέρος του στομάχου τών μυρηκαστικών ζώων, όπου κυρίως γίνεται η πέψη
5. ο πρόλοβος τών φυτοφάγων πτηνών
6. αρχιτ. το κυκλικό, ωοειδές μέρος του δωρικού και ιωνικού κιονόκρανου
νεοελλ.
1. αμυντικό μέσο, με το οποίο φράσσονται οι έξοδοι τών συρματοπλεγμάτων
2. μηχανικό σύστημα που χρησιμεύει για τη μετάδοση της κίνησης από έναν άξονα σε άλλο παράλληλο άξονα
αρχ.
1. το όστρακο του θαλάσσιου αχινού που χρησιμοποιούσαν πολλές φορές ως δοχείο για την εναπόθεση ιατρικών φαρμάκων
2. μετάλλινο ή πήλινο δοχείο στο οποίο κλείνονταν και σφραγίζονταν από τους διαιτητές οι μαρτυρικές αποδείξεις ώς την ημέρα της δίκης ή της εφέσεως, οπότε το άνοιγαν («ἐχρῆν αὐτὸ τὸ γραμματεῖον εἰς τὸν ἐχῖνον ἐμβαλεῖν», Δημοσθ.)
3. αγγείο, δοχείο, υδρία, είδος χύτρας
4. οι τραχηλικοί σπόνδυλοι του κεστρέως (είδους ψαριού)
5. μέρος του χαλινού του αλόγου («τοὺς δ' ἐχίνους ὀξεῖς», Ξεν.)
6. (κατά τον Ησύχ.) «οἱ τῶν τειχῶν ἀγκῶνες»
7. είδος πλακούντος πίτας («ἐπὶ τῆς δευτέρας εἰσάγουσι τραπέζης ἐχῖνον», Αθήν.)
8. είδος φυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ίσως < έχις «οχιά» + επίθημα -ίνο-, πιθ. «αυτός που τρώει τις οχιές». Η λ. εχίνος χρησιμοποιήθηκε ως υποκατάστατο της λ. χηρ για λόγους ευφημισμού. Συνδέεται με αρμ. ozni (< ΙΕ ogh-ĭn-yo-) με επίθημα -n- και άλλη μεταπτωτικη βαθμίδα ρίζας, λιθ. ežỹs, αρχ. σλαβ. ježĭ (< IE egh-yo-), αρχ. ανω γερμ. igil. Από το εχίνος προήλθε το νεοελλ. αχινός].