φαρκίς: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts

Menander, Monostichoi, 87
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ῑδος, ἡ, Α<br />[[ρυτίδα]], [[ζαρωματιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σπάνια λ., αβέβαιης ετυμολ.. Κατά μία [[άποψη]] η λ. ανάγεται στη [[ρίζα]] <i>b</i><sup>h</sup><i>er</i>- «[[χτυπώ]], [[τρίβω]]» (<b>πρβλ.</b> [[φάρος]] [III]) με ουρανική [[παρέκταση]] -<i>k</i>- και [[επίθημα]] -<i>ίς</i>, -<i>ῖδος</i> ([[πρβλ]]. [[κηλίς]], [[σφραγίς]]) και συνδέεται με το λιθουαν. <i>brukis</i> «[[βέλος]]». Η [[σύνδεση]] της λ. με τη [[γλώσσα]] που παραδίδει ο Ησύχιος «[[φορκόν]]<br />[[λευκόν]], <i>πολιόν</i>, <i>ῥυσόν</i>» δεν θεωρείται πιθανή (<b>βλ. λ.</b> [[φορκός]])].
|mltxt=-ῖδος, ἡ, Α<br />[[ρυτίδα]], [[ζαρωματιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σπάνια λ., αβέβαιης ετυμολ.. Κατά μία [[άποψη]] η λ. ανάγεται στη [[ρίζα]] <i>b</i><sup>h</sup><i>er</i>- «[[χτυπώ]], [[τρίβω]]» (<b>πρβλ.</b> [[φάρος]] [III]) με ουρανική [[παρέκταση]] -<i>k</i>- και [[επίθημα]] -<i>ίς</i>, -<i>ῖδος</i> ([[πρβλ]]. [[κηλίς]], [[σφραγίς]]) και συνδέεται με το λιθουαν. <i>brukis</i> «[[βέλος]]». Η [[σύνδεση]] της λ. με τη [[γλώσσα]] που παραδίδει ο Ησύχιος «[[φορκόν]]<br />[[λευκόν]], <i>πολιόν</i>, <i>ῥυσόν</i>» δεν θεωρείται πιθανή (<b>βλ. λ.</b> [[φορκός]])].
}}
}}
{{FriskDe
{{FriskDe

Revision as of 14:50, 6 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φαρκίς Medium diacritics: φαρκίς Low diacritics: φαρκίς Capitals: ΦΑΡΚΙΣ
Transliteration A: pharkís Transliteration B: pharkis Transliteration C: farkis Beta Code: farki/s

English (LSJ)

ῖδος, ἡ, wrinkle, S.Fr.1108 (φαρμακίδα cod. Phot.), Erot. s.v. φαρκιδῶδες.

German (Pape)

[Seite 1255] ῖδος, ἡ, Runzel, Falte, Soph. bei Phot., der ἡ ἐκ τοῦ γήρως ῥυτίς erkl.

Russian (Dvoretsky)

φαρκίς: ῖδος ἡ морщина Soph.

Greek (Liddell-Scott)

φαρκίς: ῑδος, ἡ, «ῥυτὶς ἡ ἐκ τοῦ γήρως γινομένη» (Ἡσύχ.), Σοφ. Ἀποσπ. 955. [Ἴδε Δράκ. σ. 23, 45].

Greek Monolingual

-ῖδος, ἡ, Α
ρυτίδα, ζαρωματιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σπάνια λ., αβέβαιης ετυμολ.. Κατά μία άποψη η λ. ανάγεται στη ρίζα bher- «χτυπώ, τρίβω» (πρβλ. φάρος [III]) με ουρανική παρέκταση -k- και επίθημα -ίς, -ῖδος (πρβλ. κηλίς, σφραγίς) και συνδέεται με το λιθουαν. brukis «βέλος». Η σύνδεση της λ. με τη γλώσσα που παραδίδει ο Ησύχιος «φορκόν
λευκόν, πολιόν, ῥυσόν» δεν θεωρείται πιθανή (βλ. λ. φορκός)].

Frisk Etymology German

φαρκίς: -ῖδος
{pharkís}
Forms: Daneben φορκόν· λευκόν, πολιόν, ῥυσόν H.
Grammar: f.
Meaning: Runzel (S.Fr. 1108, Erot.)
Derivative: mit -ιδώδης runzelig (Hp. ap. Erot.), -ιδούμενοι· στυγνάζοντες H. (vom düsteren Anblick, eig. sich runzelnd).
Etymology: Unerklärt. Persson Beitr. 2, 859 erinnert an lat. fricāre abreiben, lit. brũkis Strich, Linie mit braũkti streichen, reiben mit weiterem Anschluß an ein Verb schneiden, spalten, bohren (s. φάρος). Im Sinn von ’λευκός, πολιός’ kann φορκός zu einem Verb für glänzen gehören, wozu u.a. got. bairhts, nengl. bright (WP. 2, 169f., Pok. 139ff.); aus der Bed. ’πολιός’ sekundär ’ῥυσός’ ?
Page 2,992

Translations

wrinkle

Afrikaans: plooi, rimpel; Albanian: rrudhë; Arabic: تَجَعُّد‎, جَعْدَة‎; Egyptian Arabic: تجاعيد‎, رينكلز‎; Armenian: կնճիռ; Azerbaijani: qırış, qırışıq, büküm; Belarusian: маршчына; Bulgarian: бръ́чка; Catalan: arruga; Chamicuro: ishama che'na'ti; Chinese Cantonese: 皺紋, 皱纹; Mandarin: 皺紋, 皱纹; Min Nan: 皺痕, 皱痕; Coptic: ϣⲱⲣϣ, ⲭⲱⲣϣ; Czech: vráska; Danish: rynke; Dutch: rimpel; Esperanto: falto, haŭtsulketo; Estonian: korts, kortsud; Faroese: rukka; Finnish: ryppy; French: ride; Galician: engurra, ruga, saragulla, engurrifa; German: Falte, Runzel; Gothic: 𐌼𐌰𐌹𐌻; Greek: ρυτίδα, ζάρα; Ancient Greek: ῥυτίς, φαρκίς; Hungarian: ránc, redő, barázda; Icelandic: hrukka, korpa; Italian: ruga, grinza; Japanese: 皺; Khmer: ស្នាមជ្រីវជ្រូញ; Kurdish Northern Kurdish: qermîçok; Latin: ruga; Macedonian: брчка; Maori: rehe, rehenga, ngene, hākorukoru; Norwegian: rynke; Persian: چروک‎; Polish: zmarszczka; Portuguese: ruga; Russian: морщина; Serbo-Croatian Cyrillic: бора; Roman: bóra; Slovak: vráska; Slovene: guba; Southern Altai: чырыш; Spanish: arruga; Swedish: rynka; Tagalog: kulubot; Thai: ริ้วรอย, รอยย่น; Turkish: buruşukluk, kırışıklık; Ukrainian: зморшка; Zazaki: çermıqyayış; Zhuang: nyaeuq