ταριχεία: Difference between revisions
Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commode → Gut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst
mNo edit summary |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=taricheia | |Transliteration C=taricheia | ||
|Beta Code=tarixei/a | |Beta Code=tarixei/a | ||
|Definition=lon. [[ταριχηΐη]], ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[preserving]], [[pickling]], in plural, εἰς ταριχείας φαῦλοι Arist.''HA''607b28, cf. ''Mete.''359a16: sg., <b class="b3">γογγυλίδας εἰς τ</b> | |Definition=lon. [[ταριχηΐη]], ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[preserving]], [[pickling]], in plural, εἰς ταριχείας φαῦλοι [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''607b28, cf. ''Mete.''359a16: sg., <b class="b3">γογγυλίδας εἰς τ.</b> ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]'' 736.5 (i A.D.), cf. Gal.6.745.<br><span class="bld">2</span> [[mummification]], PEleph.8.8 (iii B.C.), ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]''40.9 (ii A.D.).<br><span class="bld">3</span> [[maceration]], Olymp.Alch.p.69B., al.<br><span class="bld">II</span> [[ταριχεῖαι]] prob. [[factories for salting fish]], [[Herodotus|Hdt.]]2.15,113, Str.3.1.8. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η, ΝΑ, και ιων. τ. [[ταριχηΐη| | |mltxt=η, ΝΑ, και ιων. τ. [[ταριχηΐη|τᾰρῖχηΐη]] Α [[ταριχεύω]]<br /><b>1.</b> ([[κυρίως]] σχετικά με ψάρια) [[ταρίχευση]], [[πάστωμα]]<br /><b>2.</b> [[διατήρηση]] σώματος νεκρού από τη [[σήψη]] με [[κατάλληλα]] φαρμακευτικά παρασκευάσματα, [[βαλσάμωμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διαβροχή]], [[μούσκεμα]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ ταριχεῖαι</i><br />α) εργοστάσια για [[πάστωμα]] ψαριών<br />β.) [[τόπος]] [[κατάλληλος]] για [[βαλσάμωμα]] [[νεκρών]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Latest revision as of 14:50, 6 February 2024
English (LSJ)
lon. ταριχηΐη, ἡ,
A preserving, pickling, in plural, εἰς ταριχείας φαῦλοι Arist.HA607b28, cf. Mete.359a16: sg., γογγυλίδας εἰς τ. POxy. 736.5 (i A.D.), cf. Gal.6.745.
2 mummification, PEleph.8.8 (iii B.C.), POxy.40.9 (ii A.D.).
3 maceration, Olymp.Alch.p.69B., al.
II ταριχεῖαι prob. factories for salting fish, Hdt.2.15,113, Str.3.1.8.
German (Pape)
[Seite 1071] ἡ, ion. ταριχηΐη, das Einsalzen, Einpökeln, Einbalsamiren, Luc. Necyom. 15. S. auch nom. pr.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
salaison ; particul. embaumement d'un corps.
Étymologie: ταριχεύω.
Russian (Dvoretsky)
τᾰρῑχεία: ион. τᾰρῑχηΐη ἡ тж. pl.
1 засаливание, соление Arst.;
2 бальзамирование Diod., Luc.;
3 помещение для засолки рыбы, рыбосолильня Her.
Greek (Liddell-Scott)
τᾰρῑχεία: Ἰων. τᾰρῑχηΐη, ἡ, τὸ ταριχεύειν, ταρίχευσις, ἐν τῷ πληθ., εἰς ταριχείας φαῦλοι Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 30, 6, πρβλ. Μετεωρ. 2. 3, 36· εἰς τὰς ταριχείας τῶν νεκρῶν Διόδ. 19. 99. ΙΙ. αἱ Ταριχεῖαι, πιθανῶς ἐργοστάσια ἐν οἷς ἐταριχεύοντο ἰχθύες, οὐχὶ (ὡς δοξάζει ο Wessel.) τόπος πρὸς ταρίχευσιν νεκρῶν, Ἡρόδ. 2. 15, 113, πρβλ. Στράβ. 140, Πολυδ. ϛʹ, 48.
Greek Monolingual
η, ΝΑ, και ιων. τ. τᾰρῖχηΐη Α ταριχεύω
1. (κυρίως σχετικά με ψάρια) ταρίχευση, πάστωμα
2. διατήρηση σώματος νεκρού από τη σήψη με κατάλληλα φαρμακευτικά παρασκευάσματα, βαλσάμωμα
αρχ.
1. διαβροχή, μούσκεμα
2. στον πληθ. αἱ ταριχεῖαι
α) εργοστάσια για πάστωμα ψαριών
β.) τόπος κατάλληλος για βαλσάμωμα νεκρών.
Greek Monotonic
τᾰρῑχεία: Ιων. τᾰρῑχηΐη, ἡ, ταρίχευση, διατήρηση στη σαλαμούρα· στον πληθ., αἱΤαριχεῖαι, εργαστήρια για πάστωμα των ψαριών, σε Ηρόδ., Στράβ.
Middle Liddell
τᾰρῑχεία, Ionic τᾰρῑχηΐη, ἡ,
a preserving, pickling: in plural, αἱ Ταριχεῖαι factories for salting fish, Hdt., Strab.
Translations
embalming
Catalan: embalsamament; Galician: embalsamamento; German: Einbalsamierung; Greek: ταρίχευση, βαλσάμωμα; Ancient Greek: ἐνταφίασις, ἐνταφιασμός, ταριχεία, ταριχηΐη, ταρίχευσις, ταφή; Italian: imbalsamazione; Portuguese: embalsamamento, embalsamação; Spanish: embalsamamiento, embalsamiento; Turkish: tahnit; Vietnamese: ướp xác